Criticism

Κείμενα και Κριτική

«Ο εικαστικός Ελύτης και η παρουσία του στα Μέσα»

«Ο εικαστικός Ελύτης και η παρουσία του στα Μέσα»

Λογοτεχνία και ΜΜΕ Παράδοση December 20, 2020

της Μαρίας Βασιλοπούλου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

     «Εγώ κολακεύομαι να πιστεύω ότι αν δεν είχα γίνει ποιητής θα μπορούσα να είμαι ένας καλός ζωγράφος» – Οδυσσέας Ελύτης[1]

Είναι γνωστό πως ο Οδυσσέας Ελύτης εκτός από την ιδιότητα του ποιητή, που του χάρισε μάλιστα λαμπρές διακρίσεις και τον κατέστησε κορυφαία μορφή του ποιητικού λόγου, είχε κι άλλες πλευρές, όπως αυτή του μεταφραστή ποιητικών και θεατρικών έργων, του κριτικού τέχνης, του δοκιμιογράφου, καθώς και του ζωγράφου. Η τελευταία, αυτή του ζωγράφου, θα μας απασχολήσει στο παρόν άρθρο. Θα ήταν ίσως εξαιρετικά ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς πως παρουσιάζεται ο εικαστικός Ελύτης μέσα από κείμενα δημοσιευμένα στον Τύπο, αφιερώματα και εκθέσεις, όταν το πλούσιο βιογραφικό και οι πολλαπλές και ενδιαφέρουσες ενασχολήσεις και επαφές του δίνουν τροφή στην διερεύνηση των διαφορετικών πτυχών της προσωπικότητάς του. Τι διαστάσεις παίρνει στα Μέσα η ενασχόλησή του με τις πλαστικές τέχνες; δίνεται η αξία και ο χρόνος που αρμόζει στο εικαστικό του έργο ή η δημόσια πλευρά του περιορίζεται στην “ταμπέλα” του νομπελίστα ποιητή;

     Για να διαχειριστούμε τις πληροφορίες που προβάλλονται από τα Μέσα και σχετίζονται με το πρόσωπο του Ελύτη, θα ήταν σημαντικό να ειπωθούν λίγα λόγια για τη ζωή του, την καλλιτεχνική του δράση καθώς και τον σπουδαίο κύκλο γνωριμιών του, όπως αναγράφονται στην ιστοσελίδα «Σαν Σήμερα» στην στήλη: βιογραφίες.[2]

Ο Εικαστικός Ελύτης

Είναι γεγονός πως ο Ελύτης είχε αναπτύξει μία ιδιαίτερη σχέση με τις πλαστικές τέχνες, αρκετά προσωπική. Οι φιλοδοξίες του ως προς την ιδιότητα του εικαστικού άγνωστες, ωστόσο πρόκειται για μια πτυχή του συμπληρωματική σε αυτή του ποιητή. Ζωγραφική και ποίηση φαίνεται πως βρίσκονται σε διάλογο μέσα στο έργο του, έχουν μια βαθύτερη σύνδεση. Είχε καταπιαστεί λοιπόν με την τέχνη του κολλάζ, με τέμπερες και υδατογραφίες, έργα συνήθως μικρών διαστάσεων. Τα ευφάνταστα κολλάζ συχνά εξέφραζαν το συναίσθημα των στίχων της ποίησής του, ήταν οι εικόνες των λέξεων του. Η ζωγραφική του Ελύτη είναι μία απόπειρά του να αισθητοποιήσει το μυστήριο της ζωής. Τα κολλάζ του μεταφέρουν τον θεατή σε ναούς, στην αιγαιοπελαγίτικη θάλασσα, στα λευκά κυκλαδίτικα σπίτια. Κάθε του έργο μεταδίδει το μυστήριο των ναών και των αγαλμάτων, με χρώματα πορφυρά και μοβ του Βυζαντίου που αποδίδουν γυμνά κορίτσια και αγγέλους. Ο ποιητής οραματίστηκε τα πάθη του ανθρώπου, τη φύση στην πιο τέλεια υπόστασή της και τους έδωσε χρώμα και σχήμα. Θαλασσινά τοπία, κούροι, κόρες, χρώματα και συναισθήματα, «ο κόσμος, ο μικρός ο μέγας» παρουσιάζεται με εξαιρετική δεξιοτεχνία στο εικαστικό του έργο. Το χρώμα αποτελεί βασικό στοιχείο στην ζωγραφική του καθώς και στην ποιητική του γλώσσα. Στην ποίησή του ο Ελύτης μιλάει μεταφορικά για γαλανή ελευθερία του γλάρου, για ολοπράσινη επιτυχία των φύλλων, για γαλανό ξύπνημα, για έρωτα άσπρο και γλαυκό, για άσπρες ξεγνοιασιές ανεμόμυλων, για φούρια πράσινη. Τα εικαστικά του έργα ζωντανεύουν αυτά του τα οράματα και επιβεβαιώνουν το δικό χρώμα, το λευκό της δήλωσε ο της.

«Μου αναλογεί το λευκό
Πρέπει να το καταλάβουμε ότι ο ποιητής ποιεί.
Εάν θέλει να βγάζει από μαύρο, μαύρο – λογαριασμός δικός του.
Αναλαμβάνει το βάρος της ευθύνης που αναλογεί στην ψυχή του.
Εμένα, της της είπα και στην αρχή, μου αναλογεί το λευκό.
Και της εξομολογούμαι πως η κατεργασία του λευκού μέρους της ψυχής είναι πιο σκληρή κι από του μαρμάρου.
Αλλά πώς να κάνω αλλιώς;
Σε τι θα ωφελούσε να γίνω της απλός αναμεταδότης της ασχήμιας, με το δικαιολογητικό ότι υπάρχει στην πραγματικότητα;
Είναι κάτι που το ξέρουμε και δεν υπάρχει λόγος να το επαναλαμβάνουμε.
Τουλάχιστον εγώ αποβλέπω στην μεταμόρφωση.»[3]

Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να υποστηρίξουμε πως τα εικαστικά έργα του Ελύτη αποτελούν εικόνες βγαλμένες από την ποίησή του, επιβεβαιώνοντας την αντίληψή του πως ζωγραφική και ποίηση είναι τέχνες βαθιά συνυφασμένες:

«Από παιδί, έβλεπα την ποίηση συνυφασμένη με τη ζωγραφική. Κάτι που για την Ελλάδα είναι λίγο παράξενο. […] η αισθητική της ζωγραφικής, επί παραδείγματι, με βοήθησε στη σύνθεση των ποιημάτων και στην ολοκλήρωση μορφών με εικόνες που η μία συναρμόζεται στην άλλη, ακριβώς όπως συνέβη στο φαινόμενο της μοντέρνας ζωγραφικής».[4] Αυτά εξομολογείται το 1992 ο ίδιος ο καλλιτέχνης για το πως αντιλαμβάνεται τη σχέση ποίησης και ζωγραφικής.

Εικόνα 2 Οδυσσέας Ελύτης https://www.timesnews.gr/keimena-gia-to-eikastiko-sympan-toy-poiiti-odyssea-elyti/?fbclid=IwAR19G2DJw0-KwCU7Olsmp3QGbc4Yytlc8gKd2IOsd6VDdUJYM9FXDn_WUUw

Εικόνα 3 Οδυσσέας Ελύτης https://www.timesnews.gr/keimena-gia-to-eikastiko-sympan-toy-poiiti-odyssea-elyti/?fbclid=IwAR19G2DJw0-KwCU7Olsmp3QGbc4Yytlc8gKd2IOsd6VDdUJYM9FXDn_WUUw

Ο Ελύτης στα Μέσα ως εικαστικός

Για να διερευνήσουμε την θέση του εικαστικού Ελύτη στα Μέσα, συγκεκριμένα στον Τύπο και στον χώρο των εικαστικών εκθέσεων, έχουν επιλεγεί προς ανάλυση τρία άρθρα και δύο εικαστικές εκθέσεις. Το κάθε άρθρο προσφέρει μια διαφορετική προοπτική στην πρόσληψη της ενασχόλησης του λογοτέχνη με την τέχνη της ζωγραφικής. Το πρώτο κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Το Βήμα» το 1990 από τον ζωγράφο Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Το δεύτερο κείμενο είναι ένα άρθρο του ζωγράφου Δημήτρη Γέρου, το οποίο δημοσιεύτηκε αρχικά σε αφιέρωμα του περιοδικού Αντί το 1992. Τέλος, θα μας απασχολήσει ένα άρθρο της Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα, Διευθύντριας της Εθνικής Πινακοθήκης, καθηγήτριας στην ΑΣΚΤ, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η Καθημερινή το 1994. Στο σύνολο τους τα τρία δημοσιεύματα αποτελούν ένα καλό δείγμα της κάλυψης στα Μέσα του εικαστικού έργου του Οδυσσέα Ελύτη, καθώς και της πρόσληψής του από σημαντικά πρόσωπα του καλλιτεχνικού χώρου.

Στο άρθρο «Ο Ελύτης και η ζωγραφική»[5] ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας περιγράφει με απλότητα τα εξωτερικά ερεθίσματα που δέχτηκε ο ποιητής και την ατμόσφαιρα που επικρατούσε όταν ξεκίνησε να ασχολείται με τις πλαστικές τέχνες. Αρχικά, συνδέει το έργο του Ελύτη με την νεωτερικότητα της εποχής του ’30, ένα ρεύμα που εμφανίζεται την εποχή που ο νεαρός δημιουργός διαμορφώνει στοιχεία της προσωπικότητας του και κατ’ επέκταση της τέχνης του. «Γύρω στη δεκαετία του ’30, στην Ελλάδα, κάποιοι ζωγράφοι και κάποιοι γλύπτες ανακάλυψαν καινούργιες εκφραστικές μορφές και δημιούργησαν συν τω χρόνω εν μέρει σε ό,τι επιζούσε ακόμη από τη Βυζαντινή Τέχνη, εν μέρει σε στοιχεία της λαϊκής τέχνης, αλλά και σε μνήμες από την Αρχαιότητα και την Αναγέννηση -όλ’ αυτά συντεθειμένα σ’ ένα οργανικό σύνολο, κάτω απ’ τον ήλιο της ελευθερίας, του λυρισμού και της αφαίρεσης.» (Χατζηκυριάκος-Γκίκας, 1990). Πράγματι, στο εικαστικό έργο του Ελύτη είναι εμφανή τα παραπάνω στοιχεία καθώς και εικόνες που παραπέμπουν, σύμφωνα με τον ζωγράφο, στο μεσογειακό τοπίο. Σε αυτό συμβάλλει η αγάπη του Ελύτη για τον τόπο καταγωγής του, τη Λέσβο, όπου ήρθε σε επαφή με τον Θεόφιλο και με τον Τεριάντ, και στην οποία οφείλει τα πρώτα του ερεθίσματα. Κατά τον Γκίκα, «σε εκείνην οφείλει τα πρώτα του καλλιτεχνικά ερεθίσματα: το έργο του Θεόφιλου, αυτού του απλού, αδόλου, γνήσιου και αυτοδίδακτου ανθρώπου, που ζωγράφιζε ακούραστα τα γνώριμα τοπία του νησιού του, γοητευτικές αγροτικές σκηνές, συγκινητικές ιστορίες αγάπης.» (Χατζηκυριάκος-Γκίκας, 1990). Επίσης, το εικαστικό έργο του Ελύτη συγγενεύει θεματικά με τα ποιήματα του, τα οποία χαρακτηρίζονται από πλήθος εικόνων. «Φαίνεται να τον έχει συνεπάρει αυτός ο κόσμος της Μεσογείου, με τον γλαυκό ουρανό, τη γαλάζια θάλασσα, τα βράχια και τους κάκτους, όπου ο άνεμος σφυρίζει, ο πυρωμένος ήλιος σε διαπερνά και η σιωπή μεταμορφώνει και ξυπνά το δαίμονα του μεσημεριού» (Χατζηκυριάκος-Γκίκας, 1990).

Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι σε αυτό το δημοσίευμα ο Χατζηκυριάκος-Γκίκας σχολιάζει την ενασχόληση του Ελύτη με τα εικαστικά εστιάζοντας στη θεματολογία του και όχι στο τεχνικό κομμάτι της δουλειάς του. Συγκεκριμένα, προς το τέλος του άρθρου, αναφέρεται στο γεγονός ότι ο Ελύτης καταπιάστηκε ο ίδιος με τη ζωγραφική, ορμώμενος από αγάπη για την τέχνη. Έχει προηγηθεί ωστόσο η αναφορά στους τρόπους με τους οποίους επηρεάστηκε η τέχνη του από άλλους εικαστικούς και στο γεγονός ότι η ποίηση του είναι γεμάτη εικόνες, τις οποίες όντας ο ίδιος ζωγράφος πολλές φορές θέλησε να εικονογραφήσει. Θα μπορούσαμε να πούμε συνεπώς, ότι ο Χατζηκυριάκος- Γκίκας αποδίδει στον Ελύτη πρωτίστως την ιδιότητα του ποιητή, που έχει δευτερευόντως ασχοληθεί ερασιτεχνικά με το κολλάζ και τη ζωγραφική.

Ένα δεύτερο άρθρο που κάνει την παρουσία του στον τύπο είναι αυτό του Δημήτρη Γέρου με τίτλο «Ο εικαστικός Ελύτης: Οι οπτικές κυριολεξίες ενός ποιητή»[6]. Μάλιστα ο ίδιος ο Ελύτης είχε ζητήσει από τον σπουδαίο ζωγράφο να γράψει για τη ζωγραφική του κι εκείνος ανταποκρίθηκε με χαρά. Το 2019 συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από την απονομή του βραβείου Νόμπελ στον ποιητή και ο Γέρος θέλησε να αναδημοσιεύσει εκείνο το άρθρο αναθεωρημένο και συμπληρωμένο. Η αναδημοσίευση έγινε στην εφημερίδα Έθνος στις 7/04/2019 και χαρακτηρίστηκε ως ένα από τα πιο ωραία και συγκινητικά άρθρα που έχουν γραφτεί για τον Ελύτη. Η έκτασή του είναι τέσσερις σελίδες, ωστόσο δίνει μία πλήρη εικόνα για το εικαστικό έργο του ποιητή και για τις επιρροές που είχε δεχτεί, στοιχείο εξαιρετικά σημαντικό για την διαμόρφωση του εικαστικού ύφους του Ελύτη. Ο Γέρος ξεκινά αναφέροντας πως η ματιά του προς το εικαστικό έργο του καλλιτέχνη είναι όχι αυτή του τεχνοκριτικού αλλά αυτή του ζωγράφου, λόγω της προσωπικής του ιδιότητας. Τονίζει πως τα στοιχεία που παρατηρεί ένας ζωγράφος και ένας τεχνοκριτικός σε ένα έργο, συχνά διαφέρουν.

«Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, όπως και άλλοι ομότεχνοί του (Βίκτωρ Ουγκώ, Γκύντερ Γκράς, Ζαν Κοκτώ κ.ά.) νιώθει την ανάγκη να εκφραστεί και με τη ζωγραφική. Ίσως επειδή έχει να μας πει κάτι ακόμη το οποίο νομίζει πως θα το προσλάβουμε καλύτερα από τον χρωστήρα του ή, ίσως, (και αυτό το θεωρώ περισσότερο πιθανό) γιατί αυτή η ενασχόληση τον διασκεδάζει. Η δημιουργία είναι χαρά, κι αυτό φαίνεται αμέσως στα έργα που έχει κάνει και τα οποία μπορεί κανείς να τα δει τυπωμένα με καλαισθησία σε μερικά από τα βιβλία του».  Από παιδί έβλεπε «την ποίηση συνυφασμένη με τη ζωγραφική» και το πάθος του γι’ αυτήν εκδηλώθηκε αρχικώς με μερικά δημοσιευμένα δοκίμια.

Στη συνέχεια του άρθρου αναλύεται διεξοδικά η εικαστική δραστηριότητα του ποιητή τόσο από την προσωπική ματιά του Γέρου ως ζωγράφου, όσο και από τη ματιά του ως κριτικού που «διαβάζει» και ερμηνεύει το έργο με όρους της Ιστορίας της Τέχνης. Ο ζωγράφος αναφέρεται αναλυτικά στα υλικά, τις τεχνικές και την θεματολογία των έργων του ποιητή. Από αυτή την εκτενή και πολύπλευρη ανάλυση, φαίνεται πως το ενδιαφέρον γύρω από το εικαστικό έργο τού Ελύτη έχει ουσία και, παρόλη την καταξίωσή του ως νομπελίστας ποιητής, αντιμετωπίζεται και δέχεται «κριτική» όπως ενδεχομένως θα δεχόταν ένας καλλιτέχνης του οποίου η κατεξοχήν του ιδιότητα είναι αυτή του εικαστικού. Συνεχίζει ο Γέρος:

«Όσο παρατηρώ τα έργα του, τόσο περισσότερο τα εκτιμώ. Και δεν είναι καθόλου η ‘συγκίνηση’ το μοναδικό μου κριτήριο, αφού πιστεύω πως αυτά δεν έγιναν για κανέναν άλλο λόγο παρά για να ευχαριστήσουν τον δημιουργό τους. Αυτός εξάλλου θα έπρεπε να είναι και ο πρώτος λόγος για δημιουργία. Στις ζωγραφιές του δεν διακρίνω καμιά ιδιοτέλεια, κάτι που δεν νομίζω να συμβαίνει συχνά με τους πίνακες των επαγγελματιών ζωγράφων. Γι’ αυτό και έχουν γίνει σε μικρές διαστάσεις και δεν βγήκαν ποτέ προς πώληση.»

Τα εικαστικά έργα μπαίνουν στο μικροσκόπιο του Γέρου, τα παρατηρεί και γράφει γι’ αυτά. Η ιδιότητα του ποιητή ωστόσο επιστρέφει:

«O ποιητής-ζωγράφος αναπτύσσει με τις εικόνες του μια ‘εικαστική’ γλώσσα που έχει πολλά κοινά με την ποίηση του, ένα προσωπικό χρωματολόγιο (κυρίως στα έργα τα εμπνευσμένα από την Σαπφώ), επινοώντας έναν ιδιαίτερο τρόπο απλούστευσης της πραγματικότητας και της φόρμας που συχνά αγγίζει τα όρια μιας συμβολικής απλοϊκότητας. Δεν υπάρχει τίποτα το υπερβολικό σε αυτές τις ζωγραφιές στις οποίες διακρίνουμε συσχετισμούς ευρωπαϊκών σχολών με ορισμένες πλευρές της δικής μας παράδοσης. Όλα είναι μετρημένα με ακρίβεια, όλα ζυγισμένα σωστά, στη θέση τους, χωρίς κανέναν πλεονασμό.»

Το άρθρο «Τα οπτικά ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη»[7] της Μαρίνας Λαμπράκη-Πλάκα αναφέρεται στην ζωγραφική του Ελύτη και για ακόμη μία φορά γίνεται λόγος για τη σχέση της ζωγραφικής με την ποίηση, όπως τις συγκέρασε, επεξεργάστηκε και οργάνωσε ο ίδιος ο ποιητής. Το άρθρο ξεκινάει με μια αναφορά στη λειτουργία της ποίησης και στον ρόλο του ποιητή ως μετατροπέα του κοινού και ασήμαντου σε συναρπαστικό και πολυσήμαντο. «Αυτή ήταν αείποτε η λειτουργία της ποίησης. Μια αδιάκοπη μαγική εξερεύνηση του κόσμου, του πάνω και του κάτω, του μέσα και του έξω, του εντεύθεν και του εκείθεν. Γιατί η ποίηση κινείται με όχημα όχι φυσικό αλλά υπερφυσικό. Δεν επινόησαν τυχαία τον Πήγασο οι Αρχαίοι. Η μοντέρνα ποίηση προχώρησε ακόμη πιο μακριά στην εξερεύνηση του αγνώστου. Γκρέμισε τις παρενθέσεις που χώριζαν το υπαρκτό από το ανύπαρκτο, την πραγματικότητα από τη φαντασία, τη ζωή από το όνειρο, το συνειδητό από το ασυνείδητο και το υποσυνείδητο. Ο ποιητής έγινε πολίτης των αισθήσεων και των παραισθήσεων, υπήκοος με ίσα δικαιώματα στο βασίλειο της ημέρας και της νύχτας, του φυσικού, του υπερφυσικού και του μεταφυσικού κόσμου» (Λαμπράκη- Πλάκα, 1994). Έπειτα, ακολουθεί μια μνεία στη λειτουργία της τέχνης, η οποία έχει την ιδιαίτερη ιδιότητα να παρουσιάζει εναλλακτικές όψεις της πραγματικότητας. «Η τέχνη διαδραμάτισε ανάλογο ρόλο από τότε που δημιουργήθηκε. Όχι δεν ήταν ο σκοπός της η τυφλή μίμηση, η αναπαράσταση του κόσμου, και ας το διακήρυσσαν οι θεωρητικοί. Κάθε φορά, ανάλογα με την εποχή, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του καλλιτέχνη, μας άνοιγε άλλες προοπτικές, άλλα παράθυρα στον κόσμο. Η μοντέρνα τέχνη-όπως η σύγχρονη ποίηση-κατεδάφισε τα στεγανά ανάμεσα στο ορατό και το αόρατο, το ρητό και το άρρητο, το συγκεκριμένο και το αφηρημένο. Αυτή είναι η προσφορά της, το δώρο της στον πολιτισμό» (Λαμπράκη- Πλάκα, 1994). Στη συνέχεια, παρουσιάζεται η τέχνη του κολλάζ και συγκεκριμένα το έργο του  Μαξ Έρνστ (1891-1976), ο οποίος συνοδεύει τις εικόνες του με ποιητικά σχόλια. Το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι ένα είδος «εικαστικού μυθιστορήματος» το οποίο τονίζει τις συνήθειες του ματιού και της λογικής. Η Λαμπράκη- Πλάκα επιμένει στο συγκεκριμένο παράδειγμα διότι θεωρεί ότι ο Μαξ Έρνστ αποτέλεσε επιρροή του Οδυσσέα Ελύτη. Ο ίδιος έχει παραδεχθεί ότι είχε έρθει σε επαφή με το έργο του καλλιτέχνη από νωρίς και ότι τον είχε συναρπάσει. «Για τον Ελύτη, το κολλάζ είναι μια εναλλακτική γλώσσα της αποκάλυψης. Στα συντακτικά στοιχεία του, είτε προέρχονται από φωτογραφίες είτε από έργα τέχνης, σταχυολογούμε το ευρετήριο του φανταστικού μουσείου του ποιητή. Ένα φανταστικό μουσείο όπου συνοικούν χρώματα, πίνακες ζωγραφικής, ερατεινά και μελλέφηβα σώματα κοριτσιών και αγγέλων, πτυχές κυμάτων και χιτώνων, αγάλματα και μέλη ναών, τα λευκά του ασβέστη και του γάλακτος, από ένα στίχο της Σαπφώς. Η Ακρόπολη, η Πομπηία και η Αγία Σοφία» (Λαμπράκη- Πλάκα, 1994). Συγκεκριμένα, το εικαστικό έργο του Ελύτη χαρακτηρίζεται από μια υπέρβαση του χώρου και του χρόνου. Η ιστορία, η χρονικότητα και η γεωγραφία δεν αποτελούν περιοριστικές παραμέτρους στη δημιουργία του. αντίθετα, στα κολλάζ του συνυπάρχουν στοιχεία χωρίς προφανή αλληλουχία. Στο άρθρο παρατηρείται για ακόμα μια φορά η σχέση μεταξύ του ποιητικού και του εικαστικού έργου του Ελύτη: «Τα κολλάζ του Ελύτη σε ξεναγούν στην ποιητική του. Προτείνουν μια οπτική ανάγνωση των τρόπων της ποίησής του. Γι’ αυτό την καλύτερη φιλοξενία τους την βρίσκουν πλάι-πλάι στους στίχους του, μέσα στα βιβλία του.» Η Λαμπράκη-Πλάκα προτείνει άλλη μια εξήγηση για την υιοθέτηση του Ελύτη της τέχνης του κολλάζ, κι αυτή είναι η σχέση του με την Σαπφώ, την ποιήτρια από τη Λέσβο, το νησί των προγόνων του, της οποίας το ευρεθέν έργο αποτελείται από αποσπασματικά, φαινομενικά ετερόκλητα συνόλων. Τέλος, γίνεται αναφορά στη σύνθεση της εικόνας του Ελύτη, οπού το αφηρημένο κρύβει το συγκεκριμένο. «Διαβάζοντας τη σύνταξη της εικόνας, κατανοώ τη μέριμνα του ποιητή για την κρυφή γεωμετρία του στίχου. Τίποτε δεν είναι τυχαίο: Όλα σταθμισμένα, όλα εναρμόνια. Και οι ζαβολιές φρόνιμες, οι ασυμμετρίες αντιζυγιασμένες». Οι εικόνες, τα χρώματα, οι γεωμετρικές συνθέσεις που συνοδεύονται από ένα στοιχείο ανησυχίας, αποτελούν στρατηγικές επιλογές χαρακτηριστικές του Ελύτη, τόσο στην ζωγραφική, όσο και στην ποίηση. «Η ζωγραφική του Οδυσσέα Ελύτη είναι μια οπτική επαλήθευση της ποίησής του. Ο δεύτερος όρος μιας εξίσωσης όπου κυριαρχεί η πλατωνική συγγυμνασία των αισθήσεων που έχουν ασκηθεί να συλλαβίζουν τα σκιρτήματα της φύσης και να αποκρυπτογραφούν τα μυστικά της τέχνης σε μια κλίμακα ασυνήθιστη για την ελληνική δημιουργία.»

Παρατηρείται ότι η Λαμπράκη-Πλάκα προσεγγίζει το εικαστικό έργο του Ελύτη από πολλές πλευρές. Η τεχνοκριτικός γράφει για τον Ελύτη με μεγάλη προσοχή, τεκμηριώνοντας όσα υποστηρίζει και φροντίζοντας να συμπεριλάβει όσες πληροφορίες κρίνει ως σχετικές με την ενασχόληση του καλλιτέχνη με το κολλάζ. Συγκεκριμένα, έχει προσδιορίσει τη λειτουργία της τέχνης και της ποίησης, υπογραμμίζοντας ότι σκοπός τους δεν είναι η μίμηση του πραγματικού, αλλά η αποκάλυψη διαφορετικών προοπτικών μέσα από την τέχνη. Επιπλέον, γίνεται λόγος για διάφορες επιρροές που πιθανότατα τον ώθησαν στην ενασχόληση του με τη συγκεκριμένη μορφή τέχνης, ενώ δεν παραλείπεται το γεγονός ότι οι εικόνες του δημιουργού λειτουργούν ιδανικά συμπληρωματικά με το ποιητικό του έργο. Ωστόσο, παρά τη συνεχή αναφορά στη λογοτεχνική ιδιότητα του Ελύτη και στις εικόνες που εμπεριέχει ο στίχος του, το υπό ανάλυση άρθρο δεν αντιμετωπίζει τη ζωγραφική του Ελύτη ως μια ερασιτεχνική ενασχόληση, αλλά ως συμπλήρωμα της δημιουργικής διαδικασίας, με επιρροές, νοήματα και σκοπό.

Η παρουσία του Ελύτη ως εικαστικού δεν περιορίζεται μόνο στον τύπο. Αίσθηση προκαλούν και οι εκθέσεις του εικαστικού του έργου που έχουν πραγματοποιηθεί. Συγκεκριμένα θα μας απασχολήσουν δύο αξιόλογες εκθέσεις, καθώς και η κάλυψή τους ως πολιτιστικά γεγονότα από τον τύπο. Η πρώτη έκθεση με τίτλο «Ο κόσμος του Οδυσσέα Ελύτη: Ποίηση και Ζωγραφική» πραγματοποιήθηκε το 2011, στα πλαίσια των αφιερωματικών εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής Β. & Μ. Θεοχαράκη. Αξίζει να σημειωθεί πως για πρώτη φορά παρουσιάστηκε το σύνολο των ζωγραφικών έργων του ποιητή. Πέντε χρόνια μετά, το 2016, στο Τελλόγλειο Ίδρυμα της Θεσσαλονίκης, με αφορμή τη συμπλήρωση 20 χρόνων από τον θάνατό του Ελύτη, πραγματοποιήθηκε ένα μεγάλο αφιέρωμα στο ιδιαίτερο σύμπαν του, όπως ο ίδιος το εξέφρασε μέσα από την ποίηση και τη ζωγραφική του. Ο τίτλος της δεύτερης έκθεσης ήταν ο ίδιος με αυτόν της πρώτης, δηλαδή «Ο κόσμος του Οδυσσέα Ελύτη: Ποίηση και Ζωγραφική».

Στις 22 Σεπτεμβρίου, την ημέρα δηλαδή των εγκαινίων της πρώτης έκθεσης, η εφημερίδα Το Βήμα δημοσίευσε άρθρο με τίτλο «Ο ζωγράφος Οδυσσέας Ελύτης αποκαλύπτεται στο Ίδρυμα Θεοχαράκη»  για την κάλυψη του γεγονότος, στη στήλη Πολιτισμός, το οποίο συντάχθηκε από την ομάδα του Βήματος.[8] Πρόκειται για ένα άρθρο μικρό, περιεκτικό, παρέχοντας βασικές πληροφορίες που πρέπει να γνωρίζει ο αναγνώστης για το γεγονός. Βασικά στοιχεία που τονίζονται στο άρθρο είναι πως τα εικαστικά έργα είναι του Νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη και ο χαρακτήρας των έργων, δηλαδή «ευφάνταστα κολλάζ, τέμπερες και υδατογραφίες, μικρών διαστάσεων, που αναδεικνύουν τη μοναδική καλλιτεχνική υπόσταση και αντανακλούν την αισθητική αντίληψη του μεγάλου ποιητή». Γίνεται επίσης αναφορά στο ότι η έκθεση πλαισιώνεται από έργα σημαντικών ζωγράφων που αγάπησε ο Ελύτης, μεταξύ των οποίων, ο Θεόφιλος, Τσαρούχης, Γκίκας, Καπράλος, Κανέλλης, Μόραλης, Δέρπαπας και Φασιανός. Επιπλέον σημειώνεται πως στην έκθεση μπορεί να βρει κανείς χειρόγραφα και βιβλία του ποιητή μαζί με δημοσιευμένες αλλά και ανέκδοτες φωτογραφίες του. Τελευταία πληροφορία που παρέχεται στον αναγνώστη είναι πως «τα περισσότερα έργα προέρχονται από τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, το Μουσείο Μπενάκη, την Εθνική Πινακοθήκη και από ιδιωτικές συλλογές» και πως «η έκθεση πραγματοποιείται με την πολύτιμη συμπαράσταση της ποιήτριας, Ιουλίτας Ηλιοπούλου, σε επιμέλεια του Τάκη Μαυρωτά και σε συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών».

Ο χαρακτήρας του συγκεκριμένου άρθρου είναι αρκετά περιγραφικός και συγκεκριμένος. Πληροφορεί για το γεγονός και το περιεχόμενό του, δίνοντας περισσότερη σημασία στο γεγονός ότι πρόκειται για μία έκθεση που αφορά τον μεγάλο, Νομπελίστα, Έλληνα ποιητή, που συμπλήρωσε τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, παρά στην ουσία. Η ουσία ήταν, μάλλον, η ιδιότητα του Ελύτη ως εικαστικός, και τα ίδια του τα έργα που μάλιστα εκτέθηκαν για πρώτη φορά όλα μαζί συγκεντρωμένα στα πλαίσια μίας έκθεσης. Το γεγονός επίσης πως τα έργα του πλαισιώθηκαν από έργα σημαντικών Ελλήνων εικαστικών, αυτόματα τα κάνουν εξίσου σημαντικά και άξια σεβασμού.

Για την ίδια έκθεση γράφτηκε άρθρο με τίτλο «Για κάποιαν απόχρωση του μωβ…» και από την Ελευθεροτυπία στις 4 Σεπτεμβρίου το 2011 από την Παρή Σπίνου.[9] Η συντάκτρια του άρθρου επιλέγει να ξεκινήσει με λόγια το ίδιου του καλλιτέχνη, μέσα από τα οποία αποκαλύπτεται η σχέση του με τις πλαστικές τέχνες: «Εγώ κολακεύομαι να πιστεύω ότι αν δεν είχα γίνει ποιητής θα μπορούσα να είμαι ένας καλός ζωγράφος» έγραφε ο Οδυσσέας Ελύτης στην Αυτοπροσωπογραφία σε λόγο προφορικό. Στη συνέχεια αναγνωρίζει και η ίδια την ιδιαίτερη του σχέση με τη ζωγραφική και προχωρά στην αναφορά στο είδος και τον χαρακτήρα των έργων του: «Μικρές ζωγραφιές, υδατογραφίες, ευφάνταστα κολλάζ και σχέδια συνοδεύουν τις ποιητικές του συλλογές (Ο κήπος με τις αυταπάτες, Ιδιωτική οδός, κ.ά.), εκφράζοντας το συναίσθημα των στίχων του, τις εικόνες των λέξεων του. Το μυστήριο της ζωής, ο άνθρωπος και τα πάθη του, η θεϊκή υπόσταση της φύσης πήραν τα σχήματα και τα χρώματα που οραματίστηκε. Άνεμοι, κύματα, κούροι και κόρες «ο κόσμος, ο μικρός ο μέγας» συμπυκνώνεται στις συνθέσεις του». Στη συνέχεια του άρθρου δίνονται οι βασικές πληροφορίες για την έκθεση, που, πότε και με ποια αφορμή πραγματοποιείται καθώς γίνεται και αναφορά σημαντικών ονομάτων που συνέβαλαν στην επιμέλεια της. Η δημοσιογραφική κάλυψη του γεγονότος δεν σταματάει εδώ όπως συνέβη στο πρώτο άρθρο από Το Βήμα, που παρουσιάστηκε παραπάνω. Αρχικά δίνονται πληροφορίες για την ακριβή δομή της έκθεσης και την πλαισίωση των εικαστικών έργων του καλλιτέχνη από έργα μεγάλων Ελλήνων εικαστικών: «Πρόκειται για μεγάλο αφιέρωμα που χωρίζεται σε τρεις ενότητες: Η πρώτη περιλαμβάνει τις υδατογραφίες, τα κολλάζ και τα σχέδια του Ελύτη. Η δεύτερη αποσπάσματα από αισθητικά δοκίμια που έγραψε για μεγάλους ζωγράφους και γλύπτες όπως οι: Πικάσο, Θεόφιλος, Παρθένης, Εγγονόπουλος, Τσαρούχης, Μόραλης, Φασιανός, μαζί με χειρόγραφά του, εκδόσεις των έργων του, καθώς και δημοσιευμένες και αδημοσίευτες φωτογραφίες του. Ακόμα, θα παρουσιαστούν έργα σύγχρονων Ελλήνων εικαστικών εμπνευσμένα από την ποίησή του». Σημαντικό κομμάτι του άρθρου που αναδεικνύει την εικαστική ιδιότητα του Ελύτη είναι αυτό των καλλιτεχνικών του επιρροών. Χαρακτηριστικά η αρθρογράφος παραθέτει λόγια της Μ. Λαμπράκη-Πλάκα: «Δεν είναι μόνο η θεωρία των ανταποκρίσεων του Μποντλέρ και του Μαλαρμέ, οι οποίοι μιλούν για συγγυμνασία των αισθήσεων που τον ενδιαφέρει. Από νωρίς μυείται στη μοντέρνα τέχνη και στο Παρίσι γνωρίζει τον Ματίς, τον Πικάσο, τον Σαγκάλ, τον Τζακομέτι. Την άνοιξη του 1935 ο Ανδρέας Εμπειρίκος τού ανοίγει τη μεγάλη βιβλιοθήκη του. «Στο διαμέρισμα του Εμπειρίκου στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, έκθαμβος ο νεαρός ποιητής ανακάλυπτε τους πίνακες με τα εξωφρενικά θέματα και τα κολλάζ των σουρεαλιστών, του Μαξ Ερνστ, του Οσκαρ Ντομίνγκεθ, του Βικτόρ Μπρονέρ, του Υβ Τανγκί» συνεχίζει η Μ. Λαμπράκη-Πλάκα. «Τον Μάρτιο του 1936 οργανώθηκε στο διαμέρισμα του Εμπειρίκου και η Πρώτη υπερρεαλιστική έκθεση των Αθηνών, όπου ο ποιητής εξέθεσε για πρώτη φορά και τα δικά του έργα πεντ έξι κολλάζ’, συνεικόνες θα τα ονομάσει εύστοχα αργότερα». Ακολουθεί η συζήτηση της αρθρογράφου για τις προσωπικές του συνθέσεις, που εμπνέονται από το Μεσογειακό τοπίο, μνήμες από την κλασική Ελλάδα και το Βυζάντιο, τις γυναικείες φιγούρες, το γυμνό. Όλα αυτά τα στοιχεία μετουσιώνονται σε όντα υπερφυσικά, σε πουλιά και αγγέλους. («Ένας άγγελος θηλυκός σε όλη του τη δόξα, με φτερούγες από θαλασσινά όστρακα», «Η κόρη του Ποσειδώνα, Ευάνδη», «η Θεά Φυτώ», «η Κόρη στο γυαλί», «Η γυναίκα με τα λευκά»). Ο σχολιασμός συνεχίζεται αναφορικά με τις υδατογραφίες και το ρόλο που διαδραματίζει το χρώμα στο έργο του. Δανειζόμενη λόγια του ίδιου του Ελύτη, η Παρή Σπίνου τεκμηριώνει απολύτως ορθά την προσπάθεια που είχε καταβάλει ο καλλιτέχνης για να φτάσει στο εικαστικό αποτέλεσμα που ικανοποιούσε τον ίδιο και το όραμά του. «Ο Ελύτης παλεύει με τα χρώματα: Ξυπνάω τις νύχτες ανήσυχος για κάποιαν απόχρωση του μωβ γράφει, ενώ ψάχνει σε περιοδικά, κόβει εικόνες, κάνει εκατοντάδες συνδυασμούς στο κολλάζ. Επεδίωκα με το τελικό αποτέλεσμα κάτι παραπλήσιο μ’ αυτό που επεδίωκε ένας ζωγράφος. Και αυτό μου στοίχισε ώρες εργασίας και αφάνταστο μόχθο που, μερικοί επιπόλαιοι από τους θεατές, όχι μόνο δεν τον διέγνωσαν, αλλά με κατηγόρησαν και για προχειρολογία και παιδικότητα». Η αρθρογράφος κλείνει με αναφορά στα λόγια της ποιήτριας και μούσας του Ελύτη, Ιουλίτας Ηλιοπούλου, που αποκαλύπτει τη σχέση του τόσο με την ποίηση όσο και με τη ζωγραφική: «Υπήρχαν στιγμές που ένιωθε ότι η ποίηση είναι αχάριστη, δεν επιστρέφει τη χαρά της εικόνας της, ενώ η ζωγραφική του επέστρεφε χαρά οπτική».

Το δεύτερο άρθρο, σαφώς πιο αναλυτικό και μακροσκελές, συγκριτικά με το πρώτο που θέσαμε προς ανάλυση, εστιάζει περισσότερο στην ιδιότητα του εικαστικού Ελύτη παρά σε αυτή του ποιητή, πράγμα που είναι και το ζητούμενο, αφού καλείται να καλύψει δημοσιογραφικά την εικαστική έκθεση με θέμα την ζωγραφική του. Αυτό ωστόσο δε σημαίνει πως αποτινάζεται ο “τίτλος” του νομπελίστα από πάνω του. Είναι όμως σημαντικό πως προχωράει πιο βαθιά στο εικαστικό του έργο και δεν στέκεται στο δεδομένο πως λειτουργεί εντελώς συμπληρωματικά στην ποίησή του.

Για τη δεύτερη έκθεση των εικαστικών του έργων που πραγματοποιήθηκε με αφορμή τα 20 χρόνια από το θάνατό του το 2016, γράφει και πάλι η Παρή Σπίνου το άρθρο «Ποιητής πρωτεϊκός και ζωγράφος υπερευαίσθητος», στην Εφημερίδα Των Συντακτών στις 20.03.2016[10]. Ο Ελύτης εδώ παρουσιάζεται με τον χαρακτηρισμό που το έδωσε ο επιμελητής της έκθεσης, Τάκης Μαυρωτάς. Η αρθρογράφος αναφέρεται στην ποίηση και την ζωγραφική ως δύο αυτόνομους χώρους δημιουργίας σε αρμονική διαλεκτική σχέση. Αυτό είναι και το θέμα την έκθεσης, συνεχίζει. Παρόλο που η έκθεση, όντας εμπλουτισμένη σε σχέση με την πρώτη του 2011, αναφέρεται στο σύμπαν του Ελύτη όπως αποδίδεται ποιητικά και εικαστικά, η Σπίνου επιλέγει να εστιάσει στον εικαστικό και όχι στο νομπελίστα. Κάνει λοιπόν αναφορά στις επιρροές που είχε δεχτεί από μεγάλους ζωγράφους όπως τον Πάμπλο Πικάσο, τον Ανρί Ματίς, τον Μαρκ Σαγκάλ, τον Αλμπέρτο Τζακομέτι, με τους οποίους μάλιστα είχε έρθει και σε επαφή στο Παρίσι, αλλά και με Έλληνες όπως τον Γιάννη Μόραλη, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, για τους οποίους είχε γράψει και δοκίμια. Και η δεύτερη αυτή αφιερωματική έκθεση πλαισιώθηκε από έργα σημαντικών Ελλήνων ζωγράφων, προερχόμενοι από το κίνημα του μοντερνισμού όπως Ν. Μελά, Τέτσης, Θεοχαράκης, Τσόκλης, Πανιάρας, Σόρογκας, Καρέλλα, Μακρουλάκης, Μπότσογλου, Παπαγιάννης, Ψυχοπαίδης, Κόττης, Λάππας, Αδαμάκος, Παντελιάς, Βαρώτσος, Μποκόρος, Λίτη. Συνεχίζοντας την ανάγνωση του άρθρου, διαβάζουμε αποσπάσματα από λόγια που έχουν ειπωθεί από πρόσωπα που επιμελήθηκαν την έκθεση και γνώριζαν το έργο του Ελύτη και αποσπάσματα που αποκαλύπτουν το μεγαλείο της ζωγραφικής του. Η Μ. Λαμπράκη- Πλάκα γράφει πως «η ζωγραφική του Οδυσσέα Ελύτη είναι μια οπτική επαλήθευση της ποίησής του, ο δεύτερος όρος μιας εξίσωσης όπου κυριαρχεί η πλατωνική συγγυμνασία των αισθήσεων». Και υπογραμμίζει: «Κολλάζ, τέμπερες και ακουαρέλες συνοδοιπορούν και συμπληρώνουν το ποιητικό σώμα του Ελύτη όχι ως πάρεργα, αλλά ως οργανικά του μέλη. Για τον Ελύτη το κολλάζ είναι μια εναλλακτική γλώσσα της αποκάλυψης. Στα συντακτικά στοιχεία του, είτε προέρχονται από φωτογραφίες είτε από έργα τέχνης, σταχυολογούμε όχι μόνο το ευρετήριο του φανταστικού μουσείου του ποιητή αλλά και τα ερεθίσματα που δονούν τις χορδές της έμπνευσής του. Χρώματα, πίνακες ζωγραφικής, ερατεινά και μελλέφηβα σώματα κοριτσιών και αγγέλων, πτυχές κυμάτων και χιτώνων, αγάλματα και μέλη ναών, τα λευκά του ασβέστη και του γάλακτος από έναν στίχο της Σαπφούς, η Ακρόπολη, η Πομπηία, η Αγία Σοφία συναρμόζονται για να δημιουργήσουν μιαν υπερβατική άνω πατρίδα, με ταυτότητα πρόδηλα ελληνική και απόλυτα ελυτική. Εδώ, όπως και στην ποίησή του, αποκαθίσταται η διαχρονία του Ελληνισμού, χωρίς ιστορικά χάσματα και τραύματα».[11]

Αντί επιλόγου

Ο Οδυσσέας Ελύτης είναι ένας ποιητής ζωγράφος, ή έτσι τουλάχιστον παρουσιάζεται στα άρθρα και στις εικαστικές εκθέσεις, οι οποίες μας απασχόλησαν. Η παρουσία του ως εικαστικού στα Μέσα έχει σκοπό και ουσία. Όπως αναφέρθηκε και στην αρχή του παρόντος άρθρου, ήταν άγνωστες οι φιλοδοξίες του ως προς το εικαστικό του έργο. Το σίγουρο είναι πάντως πως είχε όραμα, το οποίο και πραγμάτωσε. Θα έλεγε κανείς πως ο ίδιος ο ποιητής είχε ενδιαφέρον για την εικαστική του παρουσία και την προωθούσε στα Μέσα της εποχής του. Ωστόσο δεν κατάφερε να απομονώσει το εικαστικό του έργο από το ποιητικό, καθώς στο μεγαλύτερο μέρος των δημοσιογραφικών δημοσιεύσεων που το αφορούν χαρακτηρίζεται ως συμπληρωματικό της ποίησής του. Ενώ λοιπόν η πρωταρχική ιδιότητα του Ελύτη είναι αυτή του ποιητή, θα μπορούσε να αναφέρεται στα Μέσα ως ερασιτέχνης εικαστικός. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Η ζωγραφική του αντιμετωπίζεται κριτικά, πολύπλευρα, όπως ακριβώς θα αντιμετωπιζόταν και ένα έργο κάποιου που η ιδιότητά του είναι καθαρά αυτή του ζωγράφου. Ίσως αυτή η αντιμετώπιση τον δικαιώνει για όλο το μόχθο, την πρωτοπορία και την προσήλωση στις πλαστικές τέχνες, που τόσο θαύμαζε και αγαπούσε. Ίσως και πάλι να μη χρειάζεται καμία απολύτως δικαίωση ούτε πολλά λόγια για τον Ελύτη, όταν μπορεί να του αποδοθεί απλώς η ιδιότητα του «πιο φιλότεχνου, του πιο ειδήμονα ποιητή του 20ού αιώνα» όπως είχε πει ο Τάκης Μαυρωτάς.[12]

Βιβλιογραφία

Γέρος, Δ. (1992), Ο εικαστικός Ελύτης: Οι οπτικές κυριολεξίες ενός ποιητή, περιοδικό Αντί (τεύχος 492) Ανάκτηση από: https://www.emprosnet.gr/politismos/o-dimitris-geros-gia-ton-odyssea-elyti?fbclid=IwAR165sRC9Dtnxx2T1czMCBmXQqNcfJdGOguRSvgUMtQ2J1PbSLmGBGJaKPk

Ελύτης, Ο. (1983), Η υπέρβαση και η γεωμέτρηση, Περιοδικό «η λέξη», τχ. 27

Ελύτης, Ο. (2000), Αυτοπροσωπογραφία σε Λόγο Προφορικό. Αθήνα: Ύψιλον

Λαμπράκη-Πλάκα, Μ. (1994), Τα οπτικά ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη ,Η Καθημερινή, σ.25-26 Ανακτήθηκε από: https://www.timesnews.gr/keimena-gia-to-eikastiko-sympan-toy-poiiti-odyssea-elyti/?fbclid=IwAR19G2DJw0-KwCU7Olsmp3QGbc4Yytlc8gKd2IOsd6VDdUJYM9FXDn_WUUw

Σπίνου, Π. (2016), «Ποιητής πρωτεϊκός και ζωγράφος υπερευαίσθητος», Η Εφημερίδα των Συντακτών, ανάκτηση από: https://www.efsyn.gr/tehnes/art-nea/62804_poiitis-proteikos-kai-zografos-ypereyaisthitos

Σπίνου, Π. (2011), «Για κάποιαν απόχρωση του μωβ…», Η Ελευθεροτυπία, ανάκτηση από: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=306139

Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Ν. (1990), Ο Ελύτης και η ζωγραφική, Το Βήμα, ανακτήθηκε από: https://www.timesnews.gr/keimena-gia-to-eikastiko-sympan-toy-poiiti-odyssea-elyti/?fbclid=IwAR19G2DJw0-KwCU7Olsmp3QGbc4Yytlc8gKd2IOsd6VDdUJYM9FXDn_WUUw

Ο ζωγράφος Οδυσσέας Ελύτης αποκαλύπτεται στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, Το Βήμα, (2011 Σεπτέμβριος 22) Ανάκτηση από: https://www.tovima.gr/2011/09/22/culture/o-zwgrafos-odysseas-elytis-apokalyptetai-sto-idryma-theoxaraki/

Τα χρώματα του Ελύτη (2016, Νοέμβριος 3) Ανακτήθηκε από: https://lefkadazin.gr/2016/11/03/%CF%84%CE%B1-%CF%87%CF%81%CF%8E%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%BB%CF%8D%CF%84%CE%B7/?fbclid=IwAR3m06GTM8LXlJLzBuNu4y-MhekxzQQ91SwrAV-2LT1iDwwB1AUiEeAZ7js Οδυσσέας Ελύτης- Βιογραφίες, ανακτήθηκε από:  https://www.sansimera.gr/biographies/557


[1]Ελύτης, Ο. (2000), Αυτοπροσωπογραφία σε Λόγο Προφορικό. Αθήνα: Ύψιλον

[2]Οδυσσέας Ελύτης- Βιογραφίες, ανακτήθηκε από: https://www.sansimera.gr/biographies/557

[3]Ελύτης, Ο. (1983), Η υπέρβαση και η γεωμέτρηση, Περιοδικό «η λέξη», τχ. 27

[4] Τα χρώματα του Ελύτη (2016, Νοέμβριος 3) Ανακτήθηκε από: https://lefkadazin.gr/2016/11/03/%CF%84%CE%B1-%CF%87%CF%81%CF%8E%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%BB%CF%8D%CF%84%CE%B7/?fbclid=IwAR3m06GTM8LXlJLzBuNu4y-MhekxzQQ91SwrAV-2LT1iDwwB1AUiEeAZ7js

[5] Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Ν. (1990), Ο Ελύτης και η ζωγραφική, Το Βήμα, ανακτήθηκε από: https://www.timesnews.gr/keimena-gia-to-eikastiko-sympan-toy-poiiti-odyssea-elyti/?fbclid=IwAR19G2DJw0-KwCU7Olsmp3QGbc4Yytlc8gKd2IOsd6VDdUJYM9FXDn_WUUw

[6]Γέρος, Δ. (1992), Ο εικαστικός Ελύτης: Οι οπτικές κυριολεξίες ενός ποιητή, περιοδικό Αντί (τεύχος 492)

[7]Λαμπράκη-Πλάκα, Μ. (1994), Τα οπτικά ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη ,Η Καθημερινή, σ.25-26 Ανακτήθηκε από: https://www.timesnews.gr/keimena-gia-to-eikastiko-sympan-toy-poiiti-odyssea-elyti/?fbclid=IwAR19G2DJw0-KwCU7Olsmp3QGbc4Yytlc8gKd2IOsd6VDdUJYM9FXDn_WUUw

[8] Ο ζωγράφος Οδυσσέας Ελύτης αποκαλύπτεται στο Ίδρυμα Θεοχαράκη, Το Βήμα, (2011 Σεπτέμβριος 22). Ανάκτηση από: https://www.tovima.gr/2011/09/22/culture/o-zwgrafos-odysseas-elytis-apokalyptetai-sto-idryma-theoxaraki/

[9] Σπίνου, Π. (2011), «Για κάποιαν απόχρωση του μωβ…», Η Ελευθεροτυπία, ανάκτηση από: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=306139

[10]Σπίνου, Π. (2016), «Ποιητής πρωτεϊκός και ζωγράφος υπερευαίσθητος», Η Εφημερίδα των Συντακτών, ανάκτηση από: https://www.efsyn.gr/tehnes/art-nea/62804_poiitis-proteikos-kai-zografos-ypereyaisthitos

[11]Σπίνου, Π. (2016), «Ποιητής πρωτεϊκός και ζωγράφος υπερευαίσθητος», Η Εφημερίδα των Συντακτών, ανάκτηση από: https://www.efsyn.gr/tehnes/art-nea/62804_poiitis-proteikos-kai-zografos-ypereyaisthitos

[12] Σπίνου, Π. (2016), «Ποιητής πρωτεϊκός και ζωγράφος υπερευαίσθητος», Η Εφημερίδα των Συντακτών, ανάκτηση από: https://www.efsyn.gr/tehnes/art-nea/62804_poiitis-proteikos-kai-zografos-ypereyaisthitos