έργο του Παπαδιαμάντη

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ο κορυφαίος Έλληνας διηγηματογράφος

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Ο κορυφαίος Έλληνας διηγηματογράφος

Ο «κοσμοκαλόγερος» ή «άγιος» των ελληνικών γραμμάτων, «η κορυφή των κορυφών» κατά τον Κ. Π. Καβάφη, γεννήθηκε και πέθανε (4 Μαρτίου 1851 – 3 Ιανουαρίου 1911) στην αγαπημένη του πατρίδα, τη Σκιάθο. Ήταν ένα από τα έξι παιδιά (τρίτος στη σειρά) του εφημέριου Αδαμάντιου Εμμανουήλ (παπάς – Αδαμάντιος, απ’ όπου προήλθε και το επώνυμό του) και της Γκιουλώς (Αγγελικής) Μωραΐτη. Μεγάλωσε σε κλίμα βαθιάς ευλάβειας και θρησκευτικότητας. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο Ελληνικό σχολείο της Σκιάθου και κατόπιν στο Σχολαρχείο της γειτονικής Σκοπέλου. Τις γυμνασιακές του σπουδές τις ξεκίνησε στη Χαλκίδα, αλλά τις ολοκλήρωσε – με πάμπολλες στερήσεις – στο Βαρβάκειο Λύκειο. Κατόπιν, γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου ήταν και συμφοιτητής με τον Γεώργιο Βιζυηνό. Δίπλωμα όμως δεν πήρε ποτέ. Ο ίδιος γράφει για τον εαυτό του:

γεννήθην ν Σκιάθ, τ 4 Μαρτίου 1851. βγήκα π τὸἙλληνικν Σχολεον ες τ 1863, λλ μόνον τ 1867 στάλην ες τ Γυμνάσιον Χαλκίδος, που κουσα τν Α΄ κα Β΄ τάξιν. Τν Γ΄ μαθήτευσα ες Πειραι, ετα διέκοψα τς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα ες τν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον το 1872 πγα ες τὸ Ἅγιον ρος χάριν προσκυνήσεως, που μεινα λίγους μνας. Τ 1873 λθα ες θήνας καὶ ἐφοίτησα ες τν Δ΄ το Βαρβακείου. Τ 1874 νεγράφην ες τν Φιλοσοφικν Σχολήν, που κουα κατ’ κλογν λίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ δίαν δὲ ἠσχολούμην ες τὰς ξένας γλώσσας.

Φωτογραφίστηκε από τον Παύλο Νιρβάνα στη Δεξαμενή

Στην Αθήνα, εξασφαλίζει τον βιοπορισμό του, προγυμνάζοντας μαθητές και μεταφράζοντας ξένους συγγραφείς. Αυτοδίδακτος στην εκμάθηση της γαλλικής και της αγγλικής γλώσσας, αρχίζει να μεταφράζει διαδοχικά και τις περισσότερες φορές ανώνυμα. Συνεργάζεται με τις εφημερίδες Εφημερίς, Ακρόπολις, Άστυ και Νέο Άστυ. Δε μεταφράζει πάντοτε από το πρωτότυπο αλλά και διαμεσολαβημένα. Το μεταφραστικό του έργο είναι μεγάλο και μέσα σε αυτό περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων, Το έγκλημα και η τιμωρία, του Ντοστογιέφσκι, Η κληρονομία, του Γκι ντε Μοπασάν,  Μαξιώτης, του Χολ Κέιν, Ο Αόρατος, του Γ.Χ. Ουέλς, Πού υπάγεις, Κύριε; του Σιενκιέβιτς, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, του Γκόρντον. Για το τελευταίο εκτενές έργο του γράφει στον φίλο του και εκδότη Γιάννη Βλαχογιάννη στα 1903:

λιχανς τς δεξις μου χει δαρμος κα πνους, κα τὰ ἄλλα δο δκτυλα πσχουσι σκλρυνσιν το δρματος. μση μου πονεῖ. στε ξανακλισα ες τν πεντωρον.

Για το ίδιο έργο…

Τὸ ἔργον ενε σπουδαον κα τὸ ἐπνεσα.

Εξακολουθεί να μεταφράζει πρς βιοπορισμν. Μολονότι η μετάφραση είναι ένα είδος ειλωτείας γι’ αυτόν, ο Παπαδιαμάντης εργάζεται με λεπτομέρεια και αγάπη πρς πλαυσιν πάντα των αναγνωστών. Χωρίς να είναι αλάνθαστος, πολύ συχνά μεταμορφώνει αριστουργηματικά τα πρωτότυπα έργα και τα φέρνει τόσο κοντά στο ύφος του, που νομίζει κανείς ότι διαβάζει ατόφιο Παπαδιαμάντη. Εκτός από λογοτεχνία, μεταφράζει και τηλεγραφήματα με ειδήσεις ξένων πρακτορείων, κυρίως αγγλικών.

Παράλληλα, αρχίζει να γράφει και ο ίδιος. Στην αρχή καταπιάνεται με ιστορικά μυθιστορήματα, τη Μετανστιδα, τος μπρους τν θνν, τ Γυφτοπολα και τν Χρστο Μηλιόνη, τα οποία δημοσιεύονται με μορφή επιφυλλίδας και σε συνέχειες, σε εφημερίδες και περιοδικά. Με το έργο του Χρστος Μηλιόνης, μεταβαίνει οριστικά από το μυθιστόρημα στο διήγημα. Ωστόσο, η μετάβαση αυτή δεν είναι εύκολη. Από το 1885 που γράφει για τον θρυλικό κλέφτη (εκδίδεται στην Εστία) μέχρι το πρώτο του μικρό διήγημα, τ Χριστψωμο (που εκδίδεται στην Εφημερίδα) μεσολαβούν δύο χρόνια. Το 1887 ξεκινά επίσημα την πορεία του ως διηγηματογράφος. Είναι ήδη τριάντα έξι ετών!

Μικρς ζωγράφιζα γίους, ετα γραφα στίχους, καὶ ἐδοκίμαζα ν συντάξω κωμδίας. Τ 1868 πεχείρησα ν γράψω μυθιστόρημα. Τ 1879 δημοσιεύθη Μετανάστις ργον μου ες τ περιοδικν Σωτρα. Τ 1882 δημοσιεύθη Οἱ ἔμποροι τν θνν ες τΜ χάνεσαι. ργότερα γραψα περ τὰ ἑκατν διηγήματα, δημοσιευθέντα ες διάφορα περιοδικ καὶ ἐφημερίδας.

Και όταν οι φίλοι του, στη γλώσσα της υπερβολής που κυριαρχούσε εκείνη την εποχή, τον παρομοιάζουν με τον Dickens ή τον Poe, ο ίδιος διαμαρτύρεται:

Δν μοιζω οτε με τν Πε, οτε μ τν Δκενς […] μοιζω μ τν αυτν μου. Τοτο δν ρκε;

Σε ηλικία είκοσι ετών, επισκέπτεται το Άγιον Όρος (1872 – 1873) μαζί με τον εξάδερφο του, επίσης συγγραφέα, Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Εκεί, απολαμβάνοντας τη γαλήνη της φύσης, περιηγείται στα μοναστήρια και τις βιβλιοθήκες. Παρακολουθεί – ως δόκιμος μοναχός – λειτουργίες, ακολουθίες και μυείται στο τυπικό της εκκλησιαστικής ζωής και στην τέχνη της ψαλμωδίας. Η κατανυκτική ατμόσφαιρα της μοναστηριακής ζωής τού είναι οικεία, καθώς έχει μεγαλώσει σε ιερατικό περιβάλλον και από μικρός πήγαινε μαζί με τον πατέρα του στα ξωκκλήσια και έβλεπε τους απλούς ανθρώπους να βρίσκουν παρηγοριά στην προσευχή. Η βιωματική του χριστιανική παιδεία συμπληρώνεται εδώ από τη μελέτη πολλών εκκλησιαστικών βιβλίων. Παρόλα αυτά δε θεωρεί τον εαυτό του άξιο να φέρει το «αγγελικό σχήμα». Έτσι, ο Αλέξανδρος από ένα εγγράμματο παπαδοπαίδι, όπως τον θεωρούσαν οι συγγενείς του, γίνεται σιγά σιγά ένας νέος με βαθιά γνώση των νοημάτων της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, στοιχεία που αντανακλώνται στο έργο του.

Σε όλη τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας, ο νους και η ψυχή του γεμίζουν εικόνες, εικόνες που θησαυρίζονται στο υποσυνείδητό του, όπως το λάδι σ’ ένα πανάρχαιο λυχνάρι.

Θησαυρισμένο το δικό του από τους ελαιώνες των παιδικών του χρόνων, άργησε ν’ ανέβει στο φιτίλι. Χρόνια και χρόνια φυλαγμένο στο υποσυνείδητό του, γαλήνευε, καταστάλαζε, λαμπικάριζε όλα της παιδικής ηλικίας τα περιστατικά, μ’ έναν τρόπο που θα έδινε το δικαίωμα να υποστηρίξει κανείς πως η ωρίμανση του συγγραφέα γινόταν εν αγνοία του εκεί, σε μια περιοχή όπου ο άνθρωπος δε διαθέτει την κουτή ευφυα να ξεχωρίζει αυτά που βλέπει απ’ αυτά που αισθάνεται.

Οδ. Ελύτης, Η Μαγεία του Παπαδιαμάντη

Από αυτές τις εικόνες προέρχεται το φως του Παπαδιαμάντη. Η λάμψη του δεν είναι απαύγασμα μιας ψυχής χριστιανικής με τη συμβατική έννοια. Ο Παπαδιαμάντης δεν ηθικολογεί στα διηγήματά του, δε διδάσκει συμπεριφορές. Όλα έχουν θέσηˑ η κακία, οι μάνητες, η ζήλεια, η αθωότητα, η συμπόνια, η τιμιότητα. Οι ήρωες και οι ηρωίδες του είναι λογιών λογιών άνθρωποι της μικροσκοπικής κοινωνίας του νησιού. Κοπέλες κρουστές, κοράσια μικρά, γυναίκες μεσόκοπες, γραίες, αλλά και γέροντες χαρακωμένοι από τους λεβάντηδες, βαρκάρηδες όλο σθένος, αγρότες που επιδίδονται στο πάλεμα της γης, νεαροί βοσκοί που κατέχουν τους λόγγους.

Ο συγγραφέας μάς αφηγείται στιγμιότυπα από τις ζωές τους, σαν ένας ρεπόρτερ που καταγράφει κάθε τους κίνηση, κάθε τους σκέψη, κάθε τους αίσθημα. Η εμβάθυνση αυτή στην παραμικρή πτυχή, την πιο ασήμαντη λεπτομέρεια, αποκαλύπτει στον αναγνώστη ένα νόημα ζωής τόσο μεγάλο, ισοδύναμο σχεδόν με εκείνα που συναντά στα μεγάλα πρότυπα.

Η Σκιάθος της εποχής του Παπαδιαμάντη

Και όλα αυτά διαδραματίζονται στην αγαπημένη του πατρίδα, στο νησί των εξήντα τετραγωνικών χιλιομέτρων με τις τρεις χιλιάδες ψυχές και τα κάμποσα νησάκια δορυφόρους ολόγυρα. Ένα ποικιλόμορφο φυσικό τοπίο που τροφοδοτούσε την παρατηρητικότητα και τη φαντασία του Αλέξανδρου, μέχρι του σημείου που δεν μπορεί να διακρίνει κανείς, αν η Σκιάθος γέννησε τον Παπαδιαμάντη ή ο Παπαδιαμάντης τη Σκιάθο.

Το καλοκαίρι του 1873 επιστρέφει από το Άγιον Όρος στο νησί. Πικραίνεται που δεν μπορεί να βοηθήσει στα οικονομικά της οικογένειάς του, αλλά συνάμα η συναναστροφή με τους παλιούς του συμμαθητές και εξαδέρφους στο Άγιον Όρος, τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη και τον Σωτήριο Οικονόμου, που είναι ήδη φοιτητές στο Πανεπιστήμιο, του αναθερμαίνουν τη δίψα για μάθηση. Χάρη στην επιμονή του Οικονόμου, ο Αλέξανδρος πηγαίνει στην Αθήνα, όπου τον φιλοξενεί ο τελευταίος. Δίνει εξετάσεις στη Δ΄ και τελευταία τάξη του Βαρβάκειου και περνά. Αναζητά εργασία, απευθυνόμενος σε συμπατριώτες του εγκατεστημένους στην Αθήνα και δίνοντας συστατικές επιστολές σε βουλευτές,  για να διοριστεί σε κάποια δημόσια υπηρεσία ή σε κάποιο ιδιωτικό εκπαιδευτήριο. Μάταια όμωςˑ δίχως πτυχίο είναι πολύ δύσκολο. Έτσι, έρχεται αντιμέτωπος με το σκληρό πρόσωπο της αστικής ζωής. Ενώ οι γονείς του τού στέλνουν ρούχα και τρόφιμα, για να τον στηρίξουν, εκείνος στέλνει στη μάνα του το πρώτο του τραγούδι:

 

Μάνα μου, εγώ ‘μαι τ’ άμοιρο
το σκοτεινό τρυγόνι,
οπού το δέρνει ο άνεμος,
βροχή που το πληγώνει,

παλαίω με τα κύματα,
χωρίς πανί, τιμόνι,
κι άλλη δεν έχω άγκυρα,

πλην την ευχή σου μόνη.

 

Στην αγκαλιά σου τη γλυκειά,
μανούλα μου, ν’ αράξω,
μεσ’ στο βαθύ το πέλαγο
αυτό πριχού βουλιάξω…

Σταθμός στη συγγραφική του πορεία υπήρξε η γνωριμία του με τον δημοσιογράφο και εκδότη Βλάση Γαβριηλίδη. Ο προοδευτικός για την εποχή του εκδότης είχε συνεργαστεί με τον Κλεάνθη Τριαντάφυλλο για την έκδοση του πολιτικοσατιρικού περιοδικού Ραμπαγάς και αργότερα εξέδωσε το περιοδικό Μη χάνεσαι (όπου δημοσιεύθηκαν Οι Έμποροι των Εθνών, με το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Μποέμ). Κατόπιν, στα 1883, μετέτρεψε το περιοδικό στην καθημερινή εφημερίδα Ακρόπολις (όπου δημοσιεύθηκε η Γυφτοπούλα). Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Γαβριηλίδης ήταν ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής γλώσσας και μάλιστα είχε ξεκινήσει σειρά άρθρων με μετάφραση των Ευαγγελίων στη δημοτική. Φυσικά, το εγχείρημα αυτό εξόργισε τους αντιπάλους του και ο εκδότης αναγκάστηκε να διακόψει τη δημοσίευση και να ζητήσει συγγνώμη από τους φοιτητές που πρώτοι είχαν αντιδράσει. Ωστόσο, ο εξαγριωμένος όχλος είχε ήδη ξεσπάσει το μένος του προκαλώντας καταστροφές (τα Ευαγγελικά) στα γραφεία της εφημερίδας του.

Παρότι ήταν υπέρμαχος της δημοτικής, αναγνώρισε γρήγορα το πηγαίο αφηγηματικό ταλέντο του Παπαδιαμάντη και διέκρινε μια καθαρεύουσα γεμάτη ζωντάνια και λυρισμό που διακοπτόταν από γνήσιους διαλόγους γραμμένους στο σκιαθώτικο ιδίωμα. Μια γλώσσα που δεν ήταν αυτοσκοπός, αλλά το μέσο με το οποίο σκιαγραφούσε τους καημούς των αδυνάτων χωρίς να οραματίζεται πάντα τον λυτρωμό τους.

Η γλώσσα του είναι προσωπική. Βασίζεται στο συνταίριασμα παράδοσης και δεξιοσύνης. Μια παράδοση που εκπορεύεται από τους απλούς ανθρώπους του νησιού του και της Αθήνας, όπου ζει μόνιμα από το 1873, και από τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας, την Αγία Γραφή, τα υμνολόγια, τα συναξάρια, την αρχαία παρακαταθήκη. Δεν υπάρχουν καταχωρισμένες ιστορικές περίοδοι στη γλώσσα του, όπως αδιαχώριστες είναι και οι περίοδοι του ελληνισμού στην ψυχή του.

Στο γλωσσικό ζήτημα των ημερών του, δε θέλησε να στρατευτεί με καμία γλωσσική παράταξη. Είναι γνωστή η αποστροφή του τόσο προς τον Κοραή όσο και προς τον Ψυχάρη. Πίστευε πως καμία γλωσσική μορφή δεν μπορεί να επιβληθεί από τους διανοούμενους. Οι γλώσσες δεν επιβάλλονται, έλεγε, λαλιούνται κατά τις ανάγκες του λαού. Το μείζον γλωσσικό ζήτημα, λοιπόν, ουδέποτε απασχόλησε τον Παπαδιαμάντη, ή αν τον απασχόλησε, το έλυσε με απλότητα και ευφυία.

μην πτωχν βοσκπουλον ες τὰ ὄρη. Δεκαοκτὼ ἐτν, κα δν ξευρα κμη λφα. Χωρς να το ξεύρω, μην ετυχς. Τν τελευτααν φορν, ποῦ ἐγεθην τν ετυχαν τον τ θρος κενο τοῦ ἔτους 187…  μην ραος φηβος, κι βλεπα τ πρωμως στρυφνν, λιοκας πρσωπν μου να γυαλζεται ες τ ρυκια και τς βρσεις, κι γμναζα τ ελγιστον, ψηλν νστημ μου ν τος βρχους.

νειρο στ κμα

Στις αφηγήσεις του είναι ο ίδιος παρών. Η παρουσία του δεν επιτελείται πια ως μια παρέμβαση κάποιου παρείσακτου αφηγητή, όπως συμβαίνει στον Χρστο Μηλιόνη, αλλά με τη θέρμη μιας προσωπικότητας που παθιάζεται για όσα εξιστορεί, μιας προσωπικότητας αναπόσπαστης που ολοκληρώνεται από το ένα διήγημα στο άλλο.

Και όλα καθρεφτίζονται με μιαν αλήθεια αυθύπαρκτη. Οι ήρωες του κλέβουν καρπούς από τα μποστάνια των γειτόνων, κρυφοκοιτάζουν όμορφες κοπέλες στο φως του φεγγαριού, κάνουν μάγια, έχουν προλήψεις, προκαλούν τη θάλασσα πριν από το ψάρεμα…

 – Καλ πνξιμο, παιδι.

Καλομπας κγχασενˑὁ Νεγαμπρος σιπησεν.

 

[…]

ν τοσοτ, θαλασσα χὼ ἤκουσε τν πασιον στεϊσμν το γέροντος ναύτου, καὶ ἀπ κμα ες κμα τν μετεββασεν χι ες τν

ντίπεραν κρογιαλιν, κεῖ ὄπου πλώνονται φιλοπαίγμονα τὰ ἥμερα γαλαν κύματα, λλ’ ες τ κέντρον το πόντου, που βυθς ὁ ἀμέτρητος, ἡ ἄβυσσος τρομακτικήˑ ἀλλ’ ες τν σχατιν το πελάγους, παρ τς κτς τς πορργας κα τιτανείους, που δν πάρχει γάπη καὶ ἔλεος, λλ μανία κα φρίκη.

Τ νιαύσιον θμα

 Έτσι στοιχειοθετείται στα διηγήματά του ένας ρεαλισμός, ιδωμένος όμως από μια ειδυλλιακή οπτική και ένας νατουραλισμός σύμφυτος με το σκληρό πρόσωπο της φύσης. Ο θάνατος είναι παντού παρών στο παπαδιαμαντικό έργο, άλλοτε ξαφνικός και αναπάντεχος, όπως στην περίπτωση της Ακριβούλας, και άλλοτε προμελετημένος και συνειδητοποιημένος, όπως στην περίπτωση της Φραγκογιαννούς. Όλα συμπλέκονται σε ένα υφάδι, όπου το κακό και το καλό συνυπάρχουν. Εκεί που ο γκρεμός καταπίνει την Ακριβούλα και πνίγεται άδικα, εκεί ακούμε τη μικρή φώκια να μοιρολογά εν αγνοία όλων των ανθρώπων ένα θρηνητικό τραγούδι, απαλό σα νανούρισμα.

Κι ενώ οι απολαβές του από την Ακρπολιν αυξάνονται στις  200 και 250 δραχμές το μήνα – ποσό υπέρογκο για την εποχή – και γίνεται περιζήτητος συνεργάτης και από άλλες εφημερίδες και περιοδικά, ο ίδιος διαχειρίζεται τα οικονομικά του αλόγιστα. Στην αρχή κάθε μήνα, δίνει το ενοίκιό του, στέλνει χρήματα στην οικογένειά του και εξοφλεί την ταβέρνα του Καχριμάνη στου Ψυρρή, στην οποία έτρωγε επί είκοσι επτά συνεχόμενα χρόνια. Όπως λέει και ο ίδιος:

«Κατ’ έκενην τν ήμραν συνβη ν εμαι πλοσιος..»

Τον υπόλοιπο καιρό, όμως, κάνει σπατάλες και φιλανθρωπίες χωρίς να σκέπτεται την επαύριον.  Τον εαυτό του δεν τον φροντίζει καθόλουˑ παραμένει ατημέλητος, σχεδόν ρακένδυτος σε όλη του τη ζωή. Η εντατική εργασία, το ξενύχτι, η παραμέληση και προπαντός το τσιγάρο και το ποτό – που του γίνεται πάθος – αρχίζουν να κλονίζουν την υγεία του.

Με τη Φνισσα (1903) φθάνει στο απόγειο της συγγραφικής του πορείας. Ποτέ δεν έλειψε, όπως είδαμε, το κακό από το έργο του. Στα διηγήματά του, οι ήρωες μετέχουν σε κακολογίες, δόλο, ζήλεια και φθόνο. Στους λαφροσκιωτους μάλιστα είναι τόσο εύγλωττη η περιγραφή των παθών των κατοίκων και μοιάζει τόσο φυσική, που όχι μόνο δεν οδηγεί τους δράστες εκτός κοινότητας, αλλά αντίθετα τους ενσωματώνει σε αυτήν. Άλλωστε, την ίδια στιγμή, ο Παπαδιαμάντης μάς περιγράφει μια ζωή γλυκιά κι ελκυστική.

Στη Φνισσα, όμως, το κακό υπερβαίνει τον κοινόχρηστο χώρο. Η γραία Χαδούλα ή Φραγκογιαννού θέτει τη ζωή της κοινότητας σε κίνδυνο. Διαπράττει το μέγα κακό, το ριζικό, το ασυγχώρητο, το μη αναστρέψιμο. Πνίγει την εγγονή της και δύο μικρά κοριτσάκια έως πέντε ετών, για να τα σώσει από την κοινωνική αδικία της καταπίεσης και της υποταγής που υφίσταται κάθε γυναίκα στη ζωή της. Σκοτώνει για καλό. Ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ανθρωπολογία του νατουραλισμού, που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο μιας απλοϊκής γυναίκας με μια έμφυτη προσέλκυση από τον θάνατο, που τελικά ενδίδει στον πειρασμό του φόνου.

Μεγλην καὶ ἱερν νακοφισιν σθνετο πολυπαθς γυν, ταν συνέβαινε, μετ τς μικρς πομπς τοῦ ἱερως, προπορευομένου το Σταυρο, ν’ κολουθ βαστάζουσα ες τς χερς της ἡ ἰδία ς φιλεύσπαγχνος κα συμπονετικὴ ὁποὺ ἦτον τὸ ἐν εδει λίκνου μικρν φέρετρον. Προέπεμπε τ θυγάτριον μις γειτόνισσας, μακρινς συγγενος, μέχρι το τάφου.

Φνισσα

Μετά το θάνατό του οι Εκδόσεις Φέξη τύπωσαν 11 τόμους με όσα διηγήματα βρέθηκαν τότε

Η γραία εχε «παραλογσει» ή όπως λέει ο συγγραφέας σε άλλο σημείο εχε «ψηλώσει νος της». Η Φραγκογιαννού περνά αυτή τη λεπτή γραμμή που χωρίζει τη λογική από την παραφροσύνη. Πού οδηγείται λοιπόν κανείς; Θα δίκαζε αυτή την ταλαιπωρημένη γυναίκα δικαιώνοντας εν μέρει τις αθώες ψυχές και προστατεύοντας την κοινότητα ή θα συμμεριζόταν τη βασανισμένη της ζωή και θα αποσιωπούσε τα εγκλήματα; Ο Παπαδιαμάντης δεν μπορεί να αφήσει αυτό το έγκλημα ατιμώρητο, αλλά δεν την παραδίδει και σε κανέναν από τους δύο θεσμούς τους αρμόδιους για την παράβαση και την ενοχή, την τιμωρία και την συγχώρεση. Δεν υποβάλλει την ηρωίδα στο πεδίο της απολογίας, των προφάσεων και δικαιολογιών. Προτιμά το μισυ το δρμου, μεταξ τς θεας κα τς νθρπινης δικαιοσύνης, όπου πληρώνει τα εγκλήματά της με το ίδιο νόμισμα.

Η ταραγμένη πολιτική περίοδος των ετών 1892 – 1897 μαζί με τον αποτυχημένο πόλεμο του ’97 τον απασχολούν. Με όπλο του τη σάτιρα γράφει μια σειρά διηγημάτων κοινωνικού περιεχομένου (οι Χαλασοχώρηδες, Τα δύο τέρατα, Βαρδιάνος στα Σπόρκα κ.α.) προκειμένου να αφυπνίσει την κοινωνία και να ενισχύσει την εθνική συνείδηση.

Στα τέλη Μαρτίου του 1908 αποφασίζει να φύγει οριστικά από την Αθήνα και να επιστρέψει στο νησί του. Οι φίλοι του συγγραφείς (Παύλος Νιρβάνας, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Δημήτριος Κακλαμάνος και Αριστομένης Προβελέγγιος), στις 13 Μαρτίου, διοργανώνουν μια γιορτή στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσό, για να τον τιμήσουν για την εικοσιπεντάχρονη λογοτεχνική του πορεία. Το ποσό των χρημάτων που συγκεντρώνεται τον βοηθά να βγει από το οικονομικό του αδιέξοδο – στο οποίο είχε πλέον περιέλθει – και να αγοράσει για πρώτη φορά καινούργια ρούχα. Παρά όμως τις παραινέσεις του φίλου του και γιατρού, Παύλου Νιρβάνα, να νοσηλευτεί σε νοσοκομείο, ο Παπαδιαμάντης επιστρέφει στη Σκιάθο.

“ Ο Μακρυγιάννης είναι ο πιο σημαντικός πεζογράφος της νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, αν όχι ο πιο μεγάλος, γιατί έχουμε τον Παπαδιαμάντη.”

Γ. Σεφέρης

Αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 59 ετών από πνευμονία, στο πατρικό του σπίτι, τα ξημερώματα της 3ης Ιανουάριου του 1911. Λίγες ώρες πριν από το θάνατό του, ψάλλει τον ύμνο των Ωρών της επικείμενης γιορτής των Φώτων. Μέχρι το τέλος, γράφει και μεταφράζει. Η λογοτεχνική του παρακαταθήκη περιλαμβάνει σαράντα μεταφράσεις και πάνω από εκατό διηγήματα, μεταξύ των οποίων Η Σταχομαζώχτρα, Λαμπριάτικος ψάλτης, Η νοσταλγός, Ο ξεπεσμένος δερβίσης, Τ’ αγνάντεμα, Το μοιρολόγι της φώκιας και πλήθος άλλων.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, αποδεχόμενος την ηθική ατέλεια του ανθρώπου και έχοντας επίγνωση ότι το ιδανικό είναι άφθαστο, ηθογραφεί ως άλλος γέρων ψαράς την ανθρώπινη υπόσταση ερμηνεύοντας το πιο γνήσιο τραγούδι της:

Σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό

τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου.

 

Μαρία Κασιμάτη για την Ομάδα του filologika.gr

Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω!

Η Ομάδα του filologika.gr

Για περισσότερη ενημέρωση για θέματα που αφορούν την εκπαίδευση ακολουθήστε μας στην επίσημη σελίδα μας στο Facebook, και διαβάστε παρόμοια προτεινόμενα θέματα της επικαιρότητας ακριβώς από κάτω!

0
Would love your thoughts, please comment.x