Μετρό στου Γκύζη – Από τη σκηνή του μαγαζιού ο Παύλος Σιδηρόπουλος έδωσε εκρηκτικά live. Ο ρόκερ γεννήθηκε στην Αθήνα 27 Ιουλίου 1948 και πέθανε από χρήση ναρκωτικών στις 6 Δεκεμβρίου 1990.

Ο Κώστας Τσατσούλης, ο άνθρωπος που έστησε το Μετρό θυμάται μια πολύ χαρακτηριστική στιγμή από τη συνεργασία του μαζί του:

«Ο Παύλος Σιδηρόπουλος φρόντιζα να παίζει στο μαγαζί μου πάντα μετά το Πάσχα, στο φινάλε της σεζόν. Σκεφτόμουν πως και να έσπαγε το Μετρό η σεζόν θα τέλειωνε και θα είχα χρόνο να το στήσω ξανά από την αρχή. Δεν θα ξεχάσω τη βραδιά που ο Παύλος είχε ανέβει στη σκηνή και διάβαζε ποιήματα. Είχε ανοίξει έναν σάκο και από μέσα του έβγαζε χειρόγραφα κείμενα που τα διάβαζε στο κοινό. Το πράγμα πρέπει να κράτησε μια, μιάμιση ώρα. Οι μουσικοί είχαν κατασπαστεί. Το κοινό άρχισε να δυσφορεί. Κάποια στιγμή ο Παύλος τα “πήρε”. Από την τσάντα του έβγαλε ένα μάτσο πεντοχίλιαρα. Τα πέταξε στους μουσικούς λέγοντας: “Άντε γαμηθείτε ρε, για τα λεφτά τα κάνετε όλα”. Μετά γύρισε στον κόσμο λέγοντας: “Δεν θέλω να σας ξαναδώ”. Το πράγμα φούντωνε και εγώ φοβήθηκα πως θα έσπαγαν τα πάντα. Κάποια στιγμή οι μουσικοί με τον Παύλο έφυγαν τσακωμένοι για τα παρασκήνια. Το κοινό άρχισε να πετά κουτάκια μπύρες στη σκηνή. Έπρεπε να είμαι ψύχραιμος για να μη γίνει χαμός. Μπούκαρα στα καμαρίνια και είπα στους μουσικούς: “Θέλω πέντε λεπτά ηρεμία. Είστε επαγγελματίες, πρέπει να κάνετε τη δουλειά σας.” Ο Παύλος δεν ήταν παρών. Όταν τον βρήκα του είπα “Πρέπει να βγεις στη σκηνή, δεν γίνεται αλλιώς.” Μου απάντησε “Πες στους μαλάκες πως σε πέντε λεπτά θα παίξουμε κανονικά”. Αυτό έπρεπε να το ανακοινώσω και στο κοινό. Πως η συναυλία θα ξεκινούσε σε λίγο. Δεν τόλμησα να ανέβω στη σκηνή ολόκληρος. Απλά έβγαλα το κεφάλι και είπα πως παιδιά η συναυλία θα γίνει. Αυτό ήταν. Η οργή έφυγε, έγινε επιφωνήματα χαράς και χειροκροτήματα. Ο Παύλος βγήκε ξανά στη σκηνή όπως μου είχε υποσχεθεί. Και έδωσε το καλύτερο live που έγινε ποτέ στο “Μετρό”. Ήταν ένας ροκ σταρ.»
 
Ακολουθεί το βιογραφικό του Παύλου Σιδηρόπουλου – πηγή:  http://pavlos-sidiropoulos.gr/ 
 

Στη διάρκεια της ζωής της η Μελίνα Σιδηροπούλου, αδελφή του Παύλου, δίδαξε το μάθημα Φυσικής, εκτός των άλλων και σε σχολεία της Γκράβας.

Οι μαθητές της την θυμούνται ως τη φιλική κοκκινομάλλα που έρχονταν εύκολα σ’ επαφή μαζί τους. Εκείνη πια έχει το αρχείο του Έλληνα Ρόκερ. Στο σάιτ του Παύλου Σιδηρόπουλου υπάρχει το παρακάτω κείμενο.

«Αστική τάξη και διανόηση ήταν το περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε. Οι Σιδηρόπουλοι ήταν Πόντιοι εκ Ρωσίας, αστοί, που ζούσαν από την καλλιέργεια και το εμπόριο του καπνού. Από τη Ρωσία οι Σιδηρόπουλοι έφυγαν μετά την επανάσταση του 1917 και το 1923 ήρθαν στην Ελλάδα κι εγκαταστάθηκαν στο Κιλκίς όπου ασχολήθηκαν με το εμπόριο καπνού. To 1936 ο παππούς του Παύλου μαζί με τα 6 παιδιά του έφυγαν από το Κιλκίς κι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη. Οι Αλεξίου ήταν μια μεγάλη οικογένεια διανοουμένων από το Ηράκλειο της Κρήτης. Η μητέρα του Παύλου, Ιωάννα (Τζένη), γεννήθηκε το 1924 στο Ηράκλειο της Κρήτης, πατέρας της ήταν ο Ραδάμανθυς Αλεξίου και μητέρα της η Αναστασία Αλεξίου το γένος Ζορμπά. Η μητέρα του, ήταν κόρη του Γεωργίου Ζορμπά του γνωστού ως Αλέξη Ζορμπά όπως τον παρουσιάζει στο ομώνυμο έργο του ο Καζαντζάκης.

O Παύλος Σιδηρόπουλος αμέσως μετά τη γέννησή του στην Αθήνα, επέστρεψε μαζί με τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη. Έμειναν εκεί μέχρι τα έξι πρώτα χρόνια της ζωής του.

Ως παιδί ήταν πολύ ζωηρός, πρόσχαρος, πάντα ευαίσθητος, καλόκαρδος και ως πολύ κοινωνικός έκανε εύκολα φίλους. Από τα έξι χρόνια του και μετά φεύγει από τη Θεσσαλονίκη με την οικογένεια του κι όλοι μαζί εγκαθίστανται στην Αθήνα.

Ως μαθητής φοίτησε σε δημόσιο σχολείο, τελείωσε το 22ο Δημοτικό σχολείο Αθηνών στην οδό Νικοπόλεως στα Πατήσια και συνέχισε στο 8ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών, από το οποίο και αποφοίτησε το 1966. Το 1967, χωρίς καμία ιδιαίτερη προσπάθεια και μάλλον αδιάφορα, πέρασε στο Μαθηματικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Τις σπουδές του στο Μαθηματικό δεν τις ολοκλήρωσε, έφτασε μέχρι το 3ο έτος σπουδών και διέκοψε μιας και οι καλλιτεχνικές του ανησυχίες, και το ταλέντο του στη μουσική τον είχαν οριστικά κατακτήσει. Ως παιδί, δεν σπούδασε μουσική, έστω κι αν το ταλέντο του είχε φανεί από πολύ νωρίς. Δεν το είχε θελήσει ο πατέρας του.

Μουσικές σπουδές έκανε πολύ αργότερα, αφού είχε ξεκινήσει τη μουσική του σταδιοδρομία και είχε ήδη γίνει γνωστός με το ντουέτο «Δάμων και Φιντίας».

Πριν το 1975 και για μικρό σχετικά διάστημα, όσο ο ίδιος έκρινε ότι του χρειαζόταν, σπούδασε ένα χρόνο σολφέζ, αρμονία και αντίστιξη.

Τη στρατιωτική του θητεία δεν την έκανε. Ο ίδιος λέει γι’ αυτό: «Την άνοιξη του 1976 με ενάμησι μήνα Τρίπολη, είκοσι μέρες 401 και τέσσερα ηλεκτροσόκ παίρνω τρελλόχαρτο».

Ο Σιδηρόπουλος ήταν πολύ δεμένος με τη μητέρα του, τόσο ώστε να πιστεύουν αρκετοί απ’ αυτούς που τον γνώριζαν, πως αν δεν έφευγε εκείνη πρώτη, πιθανώς να μην έφευγε και αυτός.

Δεν έκανε δική του οικογένεια, παρόλο που ερωτευόταν με πάθος και δινόταν ολοκληρωτικά. Χαρακτηριστικά, για τη γυναίκα και την ερωτική σχέση των δύο φύλων, ο Παύλος είχε πει: «Η γυναίκα είναι ο καθρέφτης μας. Είναι το πλάσμα που μπορούμε να πούμε ότι αγαπάμε στο έπακρο και το μισούμε στο έπακρο ταυτόχρονα, όπως με το ίδιο σκεπτικό λέμε ότι εμπεριέχουμε το σατανά και το Θεό…» (συνέντευξη στο Νίκο Μποζινάκη για το περιοδικό Ποπ+Ροκ, τεύχος 88)Στη Θεσσαλονίκη, ο Σιδηρόπουλος, νεαρός φοιτητής και μακριά από την οικογένειά του, ξεκίνησε τη μουσική του σταδιοδρομία. Χαρακτηριστική για το ξεκίνημά του είναι η μαρτυρία του τότε συγκάτοικού του, τραγουδοποιού Βαγγέλη Γερμανού. Με τον Παντελή Δεληγιαννίδη δημιούργησαν το ντουέτο Δάμων και Φιντίας κατέβηκαν στην Αθήνα και άμεσα -μέσα στη διετία 1970-1971- ηχογράφησαν για τη Lyra (μέσω του label της Zodiac) τον πρώτο τους μικρό δίσκο 45 στροφών, με τα τραγούδια «Ξέσπασμα» και «Ο κόσμος τους».

Είναι η εποχή της μεταπολίτευσης και: «η ροκ σκηνή δεν έχει νόημα ύπαρξης πλέον γιατί το πολιτικό τραγούδι κυριαρχεί. Οι περισσότεροι μουσικοί ή φεύγουν έξω ή σιωπούν», όπως αφηγείται ο Σιδηρόπουλος το Σεπτέμβριο του ’90 -στην τελευταία συνέντευξή του, στο Δημήτρη Δημητράκα και τον Rock FM. Προκειμένου να κάνει ο,τιδήποτε άλλο τότε, δούλεψε για κάποιους μήνες στο εργοστάσιο του πατέρα του, αλλά φαίνεται πως δεν το άντεχε. Κάπου εκεί και μέσα στη δημιουργική απελπισία του, συμφωνεί να συνεργαστεί με το συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο, ο οποίος ήρθε σε επαφή μαζί του μέσω του Π. Ζέρβα, ιδιοκτήτη των κλαμπ Κύτταρο και Ροντέο. Ο Σιδηρόπουλος συνεργάστηκε με το Μαρκόπουλο από το 1974 έως το 1976, ως σατιρικός τραγουδιστής και ηθοποιός.

Στα τέλη του 1977, ο Σιδηρόπουλος, έχοντας ήδη έτοιμο το υλικό για το δίσκο «Φλου», γνωρίζεται με τους «Σπυριδούλα», οι οποίοι τότε ήταν ένα νέο ροκ συγκρότημα -είχαν δημιουργηθεί το Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς από τους αδερφούς Σπυρόπουλους, Βασίλη και Νίκο, αλλά μέσω των συχνών ζωντανών εμφανίσεων είχαν ήδη γίνει γνωστοί στη ροκ σκηνή.

Μέσα στο 1978, Σιδηρόπουλος και Σπυριδούλα δίνουν μαζί συναυλίες,. Την άνοιξη του ίδιου χρόνου, ύστερα από ανακατατάξεις στο ανθρώπινο δυναμικό, το συγκρότημα καταλήγει στη σύνθεση με την οποία ξεκίνησε τα sessions του «Φλου» (ΕΜΙΑΛ, 1979).

Το γκρούπ υπογράφει στην ΕΜΙΑΛ (EMI Columbia) και αρχίζει ηχογραφήσεις με παραγωγό τον Θόδωρο Σαραντή, ενώ ο Μάνος Ξυδούς αναλαμβάνει το συντονισμό. Οι ηχογραφήσεις ολοκληρώνονται μέσα στο 1978, αλλά ο δίσκος θα κυκλοφορήσει το Μάιο του ’79.

Το καλοκαίρι του 1979, ο Σιδηρόπουλος έχει μείνει χωρίς συγκρότημα, αλλά δεν χάνει τον ενθουσιασμό του. Παίζει μαζί με τον Τόλη Μαστρόκαλο και τον Θόδωρο (Τέρρυ) Παπαντίνα (θρυλικός κιθαρίστας της ροκ σκηνής της Θεσσαλονίκης ήδη από τα ’70s), τζαμάροντας στο σπίτι του τελευταίου, οπότε και αποφασίζουν να δημιουργήσουν σχήμα. Στη σύνθεση προστίθενται ο Στίλπων Νέστορας (ρυθμική κιθάρα) και ο Τζίμης Τζιμόπουλος (τύμπανα). Ο τελευταίος προτείνει να ονομαστεί το γκρουπ Art Associations και ο Σιδηρόπουλος συμφωνεί, αλλά με το όνομα να αναγράφεται στα ελληνικά και …εγένετο Εταιρεία Καλλιτεχνών.

Αρχές του 1980, ο Παύλος Σιδηρόπουλος βρίσκεται και πάλι στη διαδικασία αναζήτησης μουσικών, δοκιμάζει αρκετούς και σιγά-σιγά διαμορφώνεται η τελική σύνθεση της ομάδας που θα ηχογραφήσει τον επόμενο δίσκο. Το συγκρότημα «Απροσάρμοστοι» αποτελούσαν οι: Οδυσσέας Γαλανάκης (ηλεκτρική κιθάρα), Βασίλης Πετρίδης (ηλεκτρική κιθάρα), Αλέκος Αράπης (μπάσο) και Κυριάκος Δαρίβας (τύμπανα) αν και στο «Εν Λευκώ» τύμπανα έπαιξε ο Άκης Σημηριώτης, μιας και ο Δαρίβας υπηρετούσε τη στρατιωτική θητεία του. Το Μάρτιο του ’82, ο Σιδηρόπουλος έρχεται σε νέα συμφωνία με την ΕΜΙ και ξεκινούν οι ηχογραφήσεις του δίσκου, στο στούντιο του Σταμάτη Σπανουδάκη. Το «Εν Λευκώ» (ΕΜΙ, 1985) κυκλοφορεί τον ίδιο χρόνο, προκαλώντας αντιδράσεις -ακόμα και την παρέμβαση της λογοκρισίας.

Οι Απροσάρμοστοι χωρίζουν πρόσκαιρα με τον Σιδηρόπουλο στα τέλη του ’82. Ενώνονται ξανά στην αρχή το 1983 και θα παραμείνουν μαζί του μέχρι το τέλος. Τον Απρίλιο του 1984, ξεκινούν οι ηχογραφήσεις για το άλμπουμ «Zorba the Freak» (ΕΜΙ, 1985). Πλέον, Παύλος Σιδηρόπουλος + Απροσάρμοστοι = (αλλάξανε) Zorba the Freak. Ο Δημήτρης Πουλικάκος αναλαμβάνει την παραγωγή της ηχογράφησης. Ο δίσκος κυκλοφορεί στα μέσα του 1985 και περιέχει ορισμένα από τα πλέον δημοφιλή τραγούδια που έγραψε και ερμήνευσε ο Παύλος, όπως τα «R’Ν’R στο κρεβάτι», «Άντε και καλή τύχη μάγκες», «Μίκη Μάου(ς)», καθώς και αναθεωρημένες εκτελέσεις σε παλιότερα κομμάτια του («Απογοήτευση», «Το ΄69»), ενώ για πρώτη φορά γράφει και τραγουδάει στα αγγλικά -στο blues κομμάτι «Clown».

Με τους Απροσάρμοστους, ο Σιδηρόπουλος πραγματοποιεί πολλές συναυλίες -σε ιστορικά κλαμπ (Αν, Ροντέο, Cinema, Μετρό, Κύτταρο κ.α.), κινηματογράφους, φεστιβάλ, εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, ακόμα και στη Μπιενάλε της Βαρκελώνης. Μια από αυτές τις συναυλίες -το Φλεβάρη του 1989 στη μουσική σκηνή Μετρό- αποτυπώνεται στη δισκογραφική κυκλοφορία «Χωρίς Μακιγιάζ» (ΜΒΙ, 1989), η οποία αποτέλεσε το τελευταίο εν ζωή άλμπουμ για το Σιδηρόπουλο και το μοναδικό ζωντανά ηχογραφημένο. Ο δίσκος περιείχε κυρίως κομμάτια που παρ’ότι παίζονταν συχνά στις συναυλίες, δεν είχαν δισκογραφηθεί ποτέ πριν.

Το φθινόπωρο του 1979, όταν ο Σιδηρόπουλος ήταν 31 ετών, ξεκίνησε η σχέση του με την ηρωίνη. Η καλλιτεχνική του πορεία μετρούσε ήδη εννιά χρόνια και η δημιουργικότητά του, το έργο του και η προσωπικότητά του είχαν για τα καλά αποκαλυφθεί.

Στην αρχή πίστευε ότι δεν είχε κάτι να χάσει. Σύντομα κατάλαβε το αδιέξοδο, κάτι που φάνηκε άλλωστε τόσο στους στίχους των κομματιών του όσο και σε συνεντεύξεις του. Πολλές φορές έκανε προσπάθειες να ξεφύγει, και κατάφερνε για κάποια χρονικά διαστήματα να μένει «καθαρός».

Την άνοιξη του 1990 έχασε τη μητέρα του, στην οποία είχε μεγάλη αδυναμία, γεγονός που τον κατέβαλλε. Λίγους μήνες αργότερα αντιμετώπισε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας με το χέρι του (η διάγνωση του Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών της 18ης Αυγούστου του 1990 ήταν «πάρεση βραχιόνιου αριστερού πλέγματος») και η κακή ψυχολογία του επιδεινώθηκε. Παρ’ όλο που η κατάσταση του χεριού του ήταν πολύ σοβαρή και πιθανώς μη αναστρέψιμη, ετοίμασε με το συγκρότημά του, τους Απροσάρμοστους, τον δίσκο (πρόκειται για το μεταθανάτιο άλμπουμ Άντε και Καλή Τύχη Μάγκες) και ξεκίνησε συναυλίες.

Σύμφωνα με τον Αλέκο Αράπη, τον μπασίστα των Απροσάρμοστων, την προηγούμενη νύχτα του θανάτου του, στις 5 Δεκεμβρίου του 1990, ο Σιδηρόπουλος έφτασε στο στούντιο αρκετά καθυστερημένος και σε κακή κατάσταση τσακώθηκε με τους μουσικούς του.

Στις 6 Δεκεμβρίου του 1990,στο σπίτι μιας φίλης του στο Νέο Κόσμο, έπεσε σε κώμα και άφησε την τελευταία του πνοή κατά τη μεταφορά του στον Ευαγγελισμό, χάνοντας τη μάχη με την ηρωίνη.

Κηδεύτηκε στις 10 Δεκεμβρίου του 1990, στο κοιμητήριο του Κόκκινου Μύλου στη Νέα Φιλαδέλφεια, παρουσία ελάχιστων επωνύμων αλλά πλήθους συγκλονισμένου και βαθιά θλιμμένου κόσμου που είχε κατακλύσει το χώρο για να του πει το τελευταίο αντίο. Στον Κόκκινο Μύλο υπάρχει οικογενειακός τάφος στον οποίο βρίσκονται ο Παύλος, η μητέρα του και ο πατέρας του, με την προτομή του Παύλου που φιλοτέχνησε η γλύπτρια Δώρα Βουτσινά.

πηγή: http://pavlos-sidiropoulos.gr/