Fractal

✔ Γκάτσος ο Πελασγικός

Του Γιάννη Υφαντή // *

 

 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

 

Η ομορφιά της Φύσης, τα παραμύθια και τα ποιήματα, οι θρύλοι και οι πραγματικές ιστορίες, που άκουσα κυρίως από τον πατέρα μου, υπήρξαν το αντίδοτο της  μελαγχολίας μου στα παιδικά μου χρόνια.

Οι ποιητές και οι μουσικοί υπήρξαν το αντίδοτο στη μιζέρια και στη θλίψη των εφηβικών μου χρόνων.

Κι αργότερα, στα 27 μου, είναι ο Γκάτσος μαζί με τον Χατζιδάκι (ένας ποιητής κι ένας μουσικός δηλαδή) που γίνονται η αιτία να εκδώσω σε βιβλίο τα ποιήματά μου. Είναι αυτοί που στέλνουν στο σπίτι μου στη Θεσσαλονίκη (και σημειώστε τούτο: χωρίς ποτέ να έχουμε γνωριστεί) στέλνουν τον διευθυντή των εκδόσεων ΤΡΑΜ, τον Δημήτρη Καλοκύρη, για να με παρακαλέσει (εκ μέρους των) να εκδώσω τα ποιήματά μου σε βιβλίο.

Κι όταν μετά ένα εξάμηνο παίρνουν στα χέρια τους το «Μανθρασπέντα», καθώς μου έλεγε αργότερα ο Χατζιδάκις, η μέρα εκείνη γι’ αυτούς είναι γιορτή. Γιατί βλέπουν τη γραμμή που ξεκινάει από τον Όμηρο, τους λυρικούς και τους τραγικούς και φτάνει αδιάσπαστη ως αυτούς, να συνεχίζεται. Χαίρονται όπως οι γονείς που ύστερα από μεγάλη αναμονή, αποκτούν το πρώτο τους παιδί.

Αλλά το πιο σημαντικό για μένα, είναι που ο Γκάτσος (και βέβαια μαζί του ο Χατζιδάκις κι ο Ελύτης ή ακόμα πιο πέρα στην οδό Μιχαήλ Κόρακα ο Ρίτσος), συμπεριφέρονται έτσι απέναντι σ’ ένα βιβλίο που δεν το ανέφεραν επαινετικά προηγουμένως οι Τάιμς, η Λε Μοντ είτε η Φιγκαρό. Ούτε καν το Βήμα και τα Νέα. Είναι σημαντικότατο να διαθέτει μια χώρα ανθρώπους που να μην χρειάζονται κανενός τη μαρτυρία για ν’ αποτιμήσουν κάτι. Η χώρα που έχει τέτοιους ανθρώπους έχει ψυχή, έχει κέντρο. Αλλοίμονο στη χώρα που δεν έχει κέντρο, είτε που έχει χάσει το κέντρο της. Αλλοίμονο σε μια χώρα που έχει χάσει την ψυχή της.

Ο Γκάτσος (όπως κι όλη η θαυμάσια γενιά του 30) όχι μόνο δεν φοβάται τους γονείς του, (όλους τους ποιητές που προηγήθηκαν μέσα στους αιώνες) αλλά είναι ευτυχής που συμβαίνει να είναι γιος τους, και με χαρά κάνει ό,τι μπορεί για ν’ αποτελεί συνέχειά τους.

Όχι μόνο δεν φοβάται τα παιδιά του, όχι μόνο δεν υπονομεύει τα παιδιά του, αλλά κάνει τεράστιες προσπάθειες να τα βοηθήσει. Γιατί,

 

Οι ποιητές άλλο δεν είναι παρά κύματα

του Ωκεανού που τ’ όνομά του είναι Πνεύμα.

 

Και βέβαια, όντας καθάριο πνεύμα* οι ποιητές, διόλου δεν αλλοιώνονται από τις δημόσιες σχέσεις. «Τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ». Όταν ο Γκάτσος αναφέρει δημοσίως ονόματα νέων ποιητών που εκτιμά και αγαπά, δεν αναφέρει εκείνους που συνωστίζονται γύρω του, αλλά εκείνους που εκτιμά και αγαπά ως ποιητές, έστω κι αν δεν τους έχει γνωρίσει ποτέ από κοντά.

Τι να κάνουμε; Έτσι είναι οι ποιητές. Μα δεν είναι θαυμάσιο που στον κόσμο τούτο στον οποίο όλοι εξαγοράζονται, να υπάρχουν κι εκείνοι που δεν εξαγοράζονται ποτέ, από κανέναν και με τίποτε;

 


* Και βεβαίως μετά το θάνατο του Ρίτσου, του Γκάτσου, του Ελύτη, του Χατζηδάκη, του Βρεττάκου, σ’ αυτό τον τόπο, μοιάζει να έχουν φύγει οι γάτοι και να χορεύουν πια οι ποντικοί.

 

Μετά το τέλος αυτών των μεγάλων ποιητών και καλλιτεχνών, έχουν κυριαρχήσει οι μετριότητες, που περιβάλλουν με χαιρεκακία, την ιδεολογία εκείνη που προσπαθεί να αποδομήσει τη χώρα και να την κάνει με το ζόρι, από μια ολοζώντανη ύπαρξη χιλιάδων ετών, ένα μικρό βαλκανικό έθνος των δύο αιώνων. Θέλουν να κάνουν την Ελλάδα κατ’ εικόνα τους και ομοίωσή τους: Γκρίζα και μαραμένη. Ενθάρρυναν την Γυναίκα της Ζάκυθος, («αυτή τη μεγάλη έχθρισα του έθνους» όπως λέει ο ποιητής) την έβγαλαν από το κείμενο του Σολωμού και της έδωσαν βήμα στα πανεπιστήμια, της ανάθεσαν να συγγράφει σχολικά βιβλία, να επιβάλλει ως επίσημη γλώσσα την ανάπηρη και πλαδαρή γλώσσα που γέννησε η σκλαβιά, της ανάθεσαν αρμοδιότητες ν’ αποφασίζει για το Αιγαίο και την Κύπρο, να συγγράφει ιστορία, και κυρίως να κόβει τα στάχυα που εξέχουν, ρίχνοντας συγχρόνως άφθονο λίπασμα βραβείων στα ζιζάνια. Και ιδού η σοδειά: Η δημόσια τηλεόραση που ποτέ δεν έγινε πράγματι δημόσια, έχει τη λίστα της, που κανείς δεν τολμά ν’ αγγίξει. Καλεί τους ίδιους και τους ίδιους άπειρες φορές, συκοφαντώντας έτσι την ποίηση και τους ποιητές, διότι ό, τι παρουσιάζει ως ποιητές, 99 στις 100 φορές, άλλο δεν είναι παρά αποκρουστικά πρόσωπα. Ό, τι παρουσιάζει ως ποίηση, άλλο δεν είναι παρά οι πολυβραβευμένες σαχλαμάρες, των «δικών μας», της λίστας.

 

(Ώστε ο άνθρωπος του λαού να οδηγείται κατευθείαν στην πλήρη και δικαιολογημένη απαξίωση τόσο του ποιητή όσο και της ποίησης).

 

*

 

Μετά τους μεγάλους μας, οι όντως πνευματικοί άνθρωποι απομονώθηκαν, εξορίστηκαν, στην αόρατη από τους πολλούς σύγχρονη Γυάρο. Κουμάντο στα πολιτιστικά και πνευματικά μας πράγματα κάνουν πια, οι αποτελούσες την «Γυναίκα της Ζάκυθος», οι περιβάλλουσες τη «Γυναίκα της Ζάκυθος», ατάλαντες, αλληλολιβανιζόμενες, αλληλοβραβευόμενες, αλληλοπροβαλόμενες μετριότητες του ψυχολογικού επιπέδου.

Και τι εννοώ λέγοντας του «ψυχολογικού επιπέδου»;

Όταν οι μαθητές ζήτησαν από τον Ιησού να τους μιλήσει για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, «ποιος τέλος πάντων είναι αυτός ο άνθρωπος;», ο Ιησούς τους είπε: «Ανάμεσα στους ανθρώπους που γεννήθηκαν από γυναίκα (πρώτη γέννηση), δεν υπάρχει ανώτερος από τον Ιωάννη. Όμως κι ο κατώτερος στον κόσμο του πνεύματος (δεύτερη γέννηση) είναι ανώτερος από τον Ιωάννη».

{{Πρώτη και δεύτερη γέννηση: Είναι ακριβώς αυτό που λένε οι στίχοι του Ερωτόκριτου, και που ο Σεφέρης τους χρησιμοποίησε σαν προμετωπίδα όλου του ποιητικού του έργου:

 

Για μένα όλα σφάλασιν και πάσιν άνω κάτω

για με ξαναγεννήθηκεν η Φύση των πραμάτω.

 

Χωρίς να σφάλλουν τα πάντα, δεν συνειδητοποιείται το πρωταρχικό, δεν ξαναγεννιέται «η φύση των πραμάτω»}}.

Ο Ρώσος φιλόσοφος Μπόρις Μουράβιεφ που στο βιβλίο του «Γνώση», αναλύοντας την παραπάνω παράγραφο του Ευαγγελίου, μας λέει πως ο Ιησούς μιλούσε για τα δυο επίπεδα στα οποία χωρίζεται ο κόσμος των ανθρώπων. Μιλούσε για τον άνθρωπο του «ψυχολογικού επιπέδου» από τη μια, και για τον άνθρωπο του «πνευματικού επιπέδου» από την άλλη. Μιλούσε για τον εξωτερικό-κοινωνικό άνθρωπο από τη μια (τον φαρισαίο) και για τον ένθεο-συμπαντικό άνθρωπο από την άλλη.

Στο ψυχολογικό επίπεδο, αν γίνει δίκη, θεωρείται σωστό ο αδερφός να υπερασπίσει τον άδικο αδερφό, ο φίλος να υπερασπίσει τον άδικο φίλο. Όμως εκείνος που ανήκει στο πνευματικό επίπεδο υπερασπίζει μόνο αυτόν που έχει δίκιο, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν του αν ο δικαζόμενος είναι ξένος ή αδερφός, εχθρός ή φίλος. Στο πνευματικό επίπεδο σημασία έχει το τι πράγματι συμβαίνει κι όχι αυτό που δολίως φανερώνεται ότι συμβαίνει.

Στο ψυχολογικό επίπεδο το οποίο εκπροσωπεί ο Ιωάννης, φυτρώνουν όλα τα άνθη του κακού: Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, καϊνικό σύμπλεγμα, οι νόμοι της κοινωνίας οι θεσπισμένοι από τους δυνατούς και καμωμένοι στα μέτρα τους. Ο φθόνος, ο δόλος, η προς το θεαθήναι καλοσύνη, η κατά φαντασίαν σπουδαιότητα, η ηθική στη θέση του ήθους, το «απέξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα», το «δεν τρώω λάδι την Τετράδη» που ’λεγε ο Μακρυγιάννης «αλλά ροκανίζω των ανθρώπων τις καρδιές». Οι «ασβεστωμένοι τάφοι που μέσα είναι γεμάτοι σκουλήκια». Το «έχω οικογένεια, άρα είμαι καλός». Το «πάω κάθε Κυριακή στην εκκλησία άρα είμαι καλός». Το «φορώ κουστούμι και γραβάτα, άρα είμαι κύριος». Κύριος τίνος; Της μελλοντικής (αυριανής) σκόνης που είσαι ο ίδιος ή της μελλοντικής (αυριανής) σκόνης που είναι ο άλλος; Και το βρίσκεις τόσο σπουδαίο η σκόνη να φέρνεται ως αφεντικό στη σκόνη; Και το βρίσκεις τόσο σημαντικό να φέρνεται αλαζονικά η δική σου σκόνη στη σκόνη του πλησίον; Και πως διακρίνεις μέσα στο πλήθος της σκόνης τη δική σου σκόνη από τη σκόνη του άλλου;

Έτσι λοιπόν, αν και είναι δυσδιάκριτη η διαφορά των δύο επιπέδων, του ψυχολογικού και του πνευματικού, στην πραγματικότητα είναι τεράστια. Αν είναι δυσδιάκριτη η διαφορά του αναγεννημένου ανθρώπου από τον μη αναγεννημένο, στην πραγματικότητα είναι τεράστια.

Ω, ναι, «για μένα όλα σφάλασιν και πάσιν άνω κάτω / για με ξαναγεννήθηκεν η φύση των πραμάτω».

Ω, ναι: «Πρέπει να χάσεις την ψυχή σου για να την βρεις». Να τη χάσεις ως τυφωνικό φύσημα στο πεδίο των συμπλεγμάτων και να τη βρεις ως ανάσα ζωής στο πεδίο της καλοσύνης.

 

 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

 

ΑΛΛΑ ΤΙ ΣΟΪ ΠΟΙΗΤΗΣ ΗΤΑΝ ΑΥΤΟΣ Ο ΓΚΑΤΣΟΣ;

 

Αν κι έγραψε πολλούς στίχους προορισμένους εξ αρχής για να μελοποιηθούν,  ποτέ οι αναφερόμενοι σ’ αυτόν δεν έθεσαν το δίλημμα στιχουργός ή ποιητής. Γιατί το 70 τοις εκατό των γραπτών του Γκάτσου είναι υψηλή ποίηση.

Και βέβαια στην ΑΜΟΡΓΟ ισχύει αυτό που λέει το Ευαγγέλιο «το πνεύμα όπου θέλει πνει». Περνάει μες από το δημοτικό τραγούδι και τα νεοελληνικά παραμύθια, πηγαίνει στην αρχαία μυθολογία ή στη σύγχρονη ιστορία και πραγματικότητα με την άνεση που μόνο το πνεύμα έχει. Αν ο άνεμος μες στα πεύκα, που μας δίνει τον ήχο της βαθύτερης ανάσας (σαν από το πέρασμα όλων των ψυχών του παρελθόντος του παρόντος και του μέλλοντος), αν ο άνεμος μες στα πεύκα είναι διάφανος, στην Αμοργό ο άνεμος, όντας το πύρινο πνεύμα του ποιητή, γίνεται πανέμορφες εικόνες με δροσερά χρώματα, φανερώνοντας ένα μέρος από τον δίχως αρχή και τέλος ναό του Κόσμου, φανερώνοντας ένα μεγάλο μέρος από το  πανόραμα που λέγεται διαχρονικός ελληνισμός.

Και βεβαίως στην Αμοργό το πνεύμα «όπου θέλει πνει», αλλά συνάμα, όπως θέλει πνει. Με δεκαπεντασύλλαβο ή ελεύθερο στίχο, με ομοιοκαταληξία ή πρόζα, με δημοτική ή καθαρεύουσα, με αργκό  ή με αρχαΐζουσα, με λαϊκή ή με εκκλησιαστική γλώσσα. Επειδή «το πνεύμα έχει την εξουσία». Επειδή ο ποιητής «μιλά ως εξουσίαν έχων και ουχ ως οι γραμματείς».

Και βεβαίως είναι μέγα λάθος να θεωρείται ποίηση μόνον η ΑΜΟΡΓΟΣ.

ΟΙ ΔΡΟΣΟΥΛΙΤΕΣ, ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ, ΤΑ ΠΑΡΑΛΟΓΑ κι άλλα ποιήματά του σκορπισμένα σε διάφορες ενότητες, είναι ισάξια ή και ανώτερα της ΑΜΟΡΓΟΥ.

 

Αλλά τι σόι ποιητής είναι αυτός ο Γκάτσος;

 

Ψάχνοντας στο ιντερνέτ να δω τι λένε για τον Γκάτσο είδα ότι οι 100 στους 100 τον θέλουν υπερρεαλιστή. Και σκέφτομαι. Μάλλον χρειάζονται ένα παριζιάνικο καλλιτεχνικό ρεύμα για να δώσουν αίγλη στον ποιητή, να τον επιχρυσώσουν, επειδή δεν μπορούν να διακρίνουν πως ο ποιητής είναι ήδη, ολόκληρος, ατόφιο φως, ένα άστρο. Ή μήπως είναι απλώς μια προσπάθεια των φιλολόγων να τον κατατάξουν κάπου, να τον βάλουν στο ράφι και να τελειώνουν μ’ αυτόν;

Και βεβαίως η ποίηση χρησιμοποιεί την ιστορία, μα δεν είναι ιστορία. Χρησιμοποιεί την φιλοσοφία, μα δεν είναι φιλοσοφία. Χρησιμοποιεί την επιστήμη μα δεν είναι επιστήμη. Χρησιμοποιεί τη θρησκεία μα δεν είναι  θρησκεία. Χρησιμοποιεί τον εσωτερισμό, τον αποκρυφισμό ή τον μυστικισμό, μα δεν είναι εσωτερισμός, αποκρυφισμός ή μυστικισμός. Χρησιμοποιεί τα διάφορα καλλιτεχνικά ρεύματα, μα δεν είναι καλλιτεχνικό ρεύμα. Είναι μόνο και μόνο ποίηση.

Ναι, γιατί όχι, ο Νίκος Γκάτσος, κυρίως στην Αμοργό είναι συν τοις άλλοις και σουρρεαλιστής. Όμως να δούμε και κάποια άλλα πράγματα. Έτσι για να παίξουμε:

Νίκος Γκάτσος λοιπόν, μάλιστα. Γκάτσος ο ασεάτης, Γκάτσος ο αρκάδιος, Γκάτσος ο λαγκάδιος, Γκάτσος ο ποτάμιος,  Γκάτσος ο αστέριος, ο φεγγάριος, ο φεγγαροδιχάλιος, ο των θερινών κάμπων, ο της χειμερινής ενδοχώρας, ο αχερούσιος, ο χαρόντειος, ο δρακόντιος, ο κεκρόπειος, ο φερσεφόνειος, ο στάχειος, ο πελάγιος, ο παράλιος, ο βοτσάλειος, ο βοτάνιος, ο σπηλέιος, ο αυγινός, ο εσπερινός, ο ορέστιος, ο δωδωναίος, ο Αϊδωναίος, ο των θρύλων, παραμυθιών και τραγουδιών των μέσων και σύγχρονων ελληνικών χρόνων.

Μα όταν λέω όλα τούτα που μοιάζουν αυθαιρεσίες, μιλώ για κάτι δυσδιάκριτο από τους πολλούς, μιλώ για την ιδιαίτερη αύρα του ποιητή.

Ναι, είναι κεκρόπειος και όχι πλατωνικός, δωδωναίος περισσότερο και λιγότερο δελφικός, είναι Έλλην, μα περισσότερο Αχαιός κι ακόμη περισσότερο ο Σελλός κι εντέλει, ο Πελασγός.

 

Mόνο τα βόδια των Aχαιών μες στα παχιά λιβάδια της Θεσσαλίας

Bόσκουν ακμαία και δυνατά με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει 

Tρώνε χορτάρι πράσινο φύλλα της λεύκας σέλινα πίνουνε καθαρό

               νερό μες στ’ αυλάκια 

Mυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ’ τον ίσκιο

                της ιτιάς να κοιμηθούνε. 

 

Τω καιρώ εκείνω ο ακμαιότερος κλάδος της πελασγικής δρυός, εκαταλάμβανεν τρεις οικισμούς, πέριξ  του μυστηριώδους βράχου της

               Ακροπόλεως…

 

Κοιμήσου Περσεφόνη

στην αγκαλιά της γης

στου κόσμου το μπαλκόνι

ποτέ μην ξαναβγείς.

 

*

 

Με ξάφνιασε όταν στα 1984 κυκλοφορεί ένας δίσκος με ρεμπέτικα, (ένα είδος τραγουδιών που έχοντας κάνει τον ιστορικό του κύκλο, έμοιαζε να έχει τελειώσει). Με ξάφνιασε που ένας ποιητής σαν τον Γκάτσο κάνει ρεμπέτικα. Και με βαθύτατη ικανοποίηση σε κάποια από τα ρεμπέτικα αυτά, κυρίως στο Πρακτορείο, έβλεπα να συνδυάζεται η σύγχρονη ατμόσφαιρα της τεχνολογίας, με την αρχαία πελασγική ατμόσφαιρα που πάντα υπάρχει στο φυσικό περιβάλλον αυτής της χώρας και κυρίως στην ατμόσφαιρα της ορεινής, χειμερινής ενδοχώρας. Δεν νομίζω πως το προσπάθησε ο ποιητής. Δε νομίζω ότι προσπάθησε ακόμα και στο ρεμπέτικο να βγει ο πελασγικός του εαυτός. Δεν το προσπάθησε. Έδωσε αυτό που ο ίδιος ήταν.

 

Το πρακτορείο,

θολό και κρύο,

κάπου μιλάνε για παράξενες βροχές

και το ταξίδι,

σα μαύρο φίδι,

γεμίζει φόβο τις αδύναμες ψυχές.

 

Απόψε μοιάζουμε κ’ οι δύο,

ξωπίσω εγώ και συ μπροστά

σα βραδινό λεωφορείο,

πού ’χει τα φώτα του σβηστά.

 

Για μας ο κόσμος δεν τελειώνει,

για μας ο κόσμος αρχινά

μα της καρδιάς το μαύρο χιόνι,

δεν θα μας βγάλει πουθενά.

 

………………………………

 

Και ύστερα ο Αϊδωναίος Πελασγός.

 

Αυτό το δίχτυ έχει ονόματα πολλά

πού ’ναι γραμμένα σ’ εφτασφράγιστο κιτάπι

άλλοι το λεν του κάτω κόσμου πονηριά

κι άλλοι το λεν της πρώτης Άνοιξης αγάπη.

 

Το δίχτυ του έρωτα με το οποίο συλλαμβάνονται και ενσαρκώνονται οι ψυχές. «Είδε τις φλέβες των ανθρώπων, σαν ένα δίχτυ των θεών, όπου μας πιάνουν σαν τ’ αγρίμια», θα μας πουν Ευριπίδης και Σεφέρης.

Και βέβαια, «άλλοι το λεν του κάτω κόσμου πονηριά / κι άλλοι το λεν της πρώτης άνοιξης αγάπη».

 

Ο Γκάτσος έχει βιώσει βαθύτατα το ηρακλείτειο: «Διόνυσος και Άδης είναι ένα». Έχει βιώσει τον φερσεφόνειο και πλουτώνειο κόσμο, το τι συμβαίνει στα μυστήρια της Δήμητρας και της Ελευσίνας. Γνωρίζει ότι είναι ο ίδιος ο Άδης που στήνει την παγίδα που λέγεται αγάπη, την παγίδα που λέγεται έρωτας. Γνωρίζει ότι από τη μια οι ζωντανοί σπέρνουν στο αΐδιον (στα βάθη της γης ή της γυναίκας) για να έρθει στον Επάνω Κόσμο ο πλούτος. Και συνάμα γνωρίζει ότι αυτή η σπορά είναι η παγίδα του Πλούτωνα, αφού εκείνος εντέλει θα θερίσει τον πλούτο. Χωρίς βεβαίως να του ξεφύγει, ούτ’ ένα στάχυ ανθρώπινης ζωής.

 

 

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

 

ΓΚΑΤΣΟΣ Ο ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ

 

Ο Γκάτσος αν και δεν είναι ο ενταγμένος στην αριστερά, βιώνει τα βάσανα του λαού, την αδικία μέσα στον κόσμο, και γίνεται περισσότερο επαναστατικός, επίκαιρος και συγκεκριμένος (κυρίως στα τελευταία του ποιήματα), ακόμα κι από τους αριστερούς ποιητές μας. Στο επίκαιρο και συγκεκριμένο εργάζεται με τον τρόπο των Ρεμπέτηδων, του Σολωμού και των Αρχαίων Λυρικών. Έτσι εδώ έχουμε τον Γκάτσο τον επαναστατικό.

Η ιδεολογία της μη βίας όπου στην πραγματικότητα ισχύει η απόλυτη νομιμοποίηση της βίας του αδικούντος δυνατού, και θεωρείται παράνομη η βία του αδικούμενου, του αδύνατου, του αμυνόμενου, δεν έχει πέραση στον Γκάτσο.

Ο Γκάτσος δεν θα αποκηρύξει τη βία για ν’ αρέσει στους Αμερικανούς ή για να μπει στο Eλληνικό Kοινοβούλιο. Ο Γκάτσος καλεί τον αδικημένο στην εξέγερση και στη χρήση των όπλων. Απευθυνόμενος στον Μακρυγιάννη του λέει:

 

Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη δεν μας τα ’γραψες καλά

το φιλότιμο δεν φτάνει για να πάει κανείς μπροστά.

Μπαρμπαγιάννη Μακρυγιάννη πάρε μαύρο γιαταγάνι

κι έλα στη ζωή μας πίσω το στραβό να κάνεις ίσο.

 

Κι ακόμη:

 

Νικημένο μου ξεφτέρι

δεν αλλάζουν οι καιροί

με φωτιά και με μαχαίρι

πάντα ο κόσμος προχωρεί.

 

{Μοιάζει μ’ όλα ετούτα να λέει στον φίλο του Οδυσσέα Ελύτη:

 

Δεν φτάνουν Οδυσσέα μου ο Ζέφυρος και τα φιλιά

των κοριτσιών η αγκαλιά και του πελάγου η ευωδιά.

Δίκιο ζητούν οι άνθρωποι και δίκιο πουθενά.

Τα θύματα τα φτύνουνε και υμνούνε το φονιά.

Τ’ άρματα, μόνο τ’ άρματα, νοιώθουνε τα καθάρματα.

 

Ναι, ν’ ασκήσεις το ιερό δικαίωμα της άμυνας, ιερό από την εποχή ακόμη του Ραδάμανθυ, για να φτάσεις στο θαύμα της ελευθερίας, «γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά» καθώς λέει ο Σεφέρης «παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου»}

Αλλ’ αυτό το επίκαιρο, το άμεσο, το συγκεκριμένο, το επιθετικό, δεν κάνει τον Σολωμό ή τον Γκάτσο κακούς μαστόρους. Μα, ακριβώς γι’ αυτό, ακριβώς γιατί η δικαιοσύνη είναι γι’ αυτούς το κλειδί, είναι γι’ αυτό που από τη μια μιλούν ξεκάθαρα κι επαναστατικά και συγχρόνως από την άλλη κάνουν αριστουργήματα από απόψεως αισθητικής.

 

Η δικαιοσύνη που κάνει τον ποιητή να μιλά για όπλα, είναι η ίδια δικαιοσύνη που απαιτεί από τον ποιητή ποιήματα εξαιρετικού κάλλους.

Γιατί η αισθητική κατά βάθος είναι δικαιοσύνη.

Ένα ποίημα είναι καλό επειδή έχει δικαιοσύνη ρυθμών, ήχων, ιδεών.

Ένας πίνακας είναι καλός επειδή έχει δικαιοσύνη σχημάτων και χρωμάτων.

Ένα κτήριο είναι όμορφο και σταθερό επειδή έχει δικαιοσύνη σχημάτων, βαρών, υλικών, ισορροπιών.

 

Η δικαιοσύνη είναι η Αρμονία, η γυναίκα του Κάδμου-Κόσμου. Ο ποιητής υπηρετεί τη δικαιοσύνη, όχι γιατί ακολουθεί την ιδεολογία που λέγεται  «στρατευμένη τέχνη», αλλά γιατί η δικαιοσύνη γι’ αυτόν είναι βιολογική υπόθεση, είναι βιολογική ανάγκη, είναι βιολογική ευφροσύνη.

Δεν είναι τυχαίο που οι φυσικοί φιλόσοφοι Ηράκλειτος, Αναξίμανδρος, Δημόκριτος, έχουν τη δικαιοσύνη στην κορυφή της κοσμοθεωρίας τους, σαν αυτό που διατρέχει κάθε μόριο του κόσμου.  «Ως επί της Γης και εν ουρανώ» λένε οι τύραννοι και οι θρησκευτικές ιεραρχίες των κοινωνιών μας. «Ως εν ουρανώ και επί της Γης» λένε ο Αναξίμανδρος, ο Ηράκλειτος κι ο Ιησούς, στο θαυμάσιο εκείνο ξόρκι που ονομάζουμε «Πατερημών».

 

Γι’ αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί και τα φιλιά και τα

               φύλλα στο στόμα σας

Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια

να τραγουδήστε τη Μπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους

Όπως περνάει η όχεντρα μες απ’ τα περιβόλια των κριθαριών

Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα

Κι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα

 

Παίζουν κορώνα γράμματα το δαχτυλίδι του Αη Γιαννιού και τα φλουριά του

                Αράπη…

 

Kι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ’ όλους
Mε μια βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του
Kαι κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Xελμού να πει μια καλησπέρα

                της Γκόλφως…

 

Mαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό

 τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου. 


Mαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό

τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου….

 

Mα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Eίταν του Mάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης. 

 

______________________

 

* Ομιλία του Γιάννη Υφαντή για τον Νίκο Γκάτσο που έγινε στις «Γιορτές των Πρεσπών» τον Αύγουστο του 2010, κι επίσης στο Πολιτιστικό Κέντρο Μουσείου Μπενάκη, τον Σεπτέμβριο του 2011.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top