Μοιράσου το
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: 110 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ
Μοιράσου το

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ: 110 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

Θεσσαλονίκη, 11.1.2021

alex-papadiamantis.jpg

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) υπήρξε ένας μεγάλος Έλληνας με την αληθινή δηλαδή την πνευματική έννοια του μεγάλου, που όντας από μικρός παθιασμένος με τα γράμματα, μορφώθηκε μόνος του κι έζησε σε απόσταση ασφαλείας από τους «κουλτουριάρηδες» της εποχής του. Εφέτος συμπληρώθηκαν 110 έτη από το θάνατό του. Αξίζει, κατά την άποψή μου, μια προσέγγιση πολιτικοκοινωνική και πατριωτική. Φυσικά μέσα από το πλούσιο έργο του, θα επιχειρήσω να καταδείξω πόσο πνευματικά μεγάλος, διαχρονικός και επίκαιρος ήταν και είναι.

Στην εποχή του συνέβησαν πολλά και σημαντικά γεγονότα της νεώτερης Ελληνική Ιστορίας όπως η χρεοκοπία (δηλ. η πτώχευση) επί Χαριλάου Τρικούπη το 1893 με το γνωστό «δυστυχώς επτωχεύσαμε», οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα το 1896, ο επονομαζόμενος ατυχής πόλεμος με την ήττα από τους Τούρκους το 1897, το κίνημα στο Γουδί του 1909.

Όταν γεννήθηκε, η Ελλάδα είχε 1.015.000 κατοίκους (1851) κι όταν πέθανε (1911) είχε 2.701.000 κατοίκους. Η Αθήνα το 1879 είχε 63.000 κατοίκους και το 1907 είχε 168.000 κατοίκους. Αντί άλλης αναφοράς στη βιογραφία του παραθέτουμε δικό του σημείωμα. Ιδού λοιπόν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος:

"Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθῳ, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπῆγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἦλθα εἰς Ἀθήνας καὶ ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου. Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ' ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ' ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰς ξένας γλώσσας. Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἶτα ἔγραφα στίχους, καὶ ἐδοκίμαζα νὰ συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη «Ἡ Μετανάστις», ἔργον μου εἰς τον «Νεολόγον» Κωνσταντινουπόλεως. Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη «Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν» εἰς τὸ «Μὴ χάνεσαι». Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καὶ ἐφημερίδας.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης"

Ο πατέρας Αδαμάντιος Εμμανουήλ, γόνος ναυτικής οικογένειας, ήταν ιερέας στο νησί της Σκιάθου. Η μητέρα του Αγγελική (Γκιουλιώ) Μωραϊτίδη καταγόταν από αρχοντική οικογένεια του Μυστρά. Ήταν επτά αδέλφια: Εμμανουήλ (πέθανε σε νεανική ηλικία), Ουρανία, Χαρίκλεια, Αλέξανδρος, Σοφούλα, Γεώργιος και Κυρατσούλα.

Συνήθιζε να ψάλλει στον Ιερό Ναό Αγίου Ελισαίου ως δεξιός ψάλτης. Στον ίδιο ναό έψαλε ως αριστερός ψάλτης ο εξάδελφός του συγγραφέας Αλέξανδρος Μωραϊτίδης ενώ εφημέριος ήταν ο Άγιος παπαΝικόλας Πλανάς.

Στα τέλη του 1908 έφυγε από την Αθήνα για το νησί του με σκοπό να μην ξαναγυρίσει στην πόλη «της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών» όπως ο ίδιος έγραψε.

Ο Παπαδιαμάντης πέθανε στις 2.1.1911 ύστερα από επιδείνωση της υγείας του. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο. Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Κωνσταντινούπολη, στην Αλεξάνδρεια και αλλού. Ορισμένοι ποιητές έγραψαν εγκωμιαστικά ποιήματα (Μαλακάσης, Πορφύρας) και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη μνήμη του.

Υπήρξε ποιητικότατος συγγραφέας. Υπήρξε ο πρώτος επαγγελματίας συγγραφέας στην Ελλάδα με την έννοια ότι έγραφε για να βιοποριστεί αλλά και δημοσιογράφος δηλαδή σχολιαστής των δημοσίων πραγμάτων. Λιτοδίαιτος και ολιγαρκής.

Ιδού ένα περιστατικό που το αναφέρει ο Νιρβάνας, συνάδελφος του Παπαδιαμάντη στην εφημερίδα «Άστυ» την περίοδο 1899-1902: Όταν ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα, του προσφέρθηκε μισθός 150 δραχμών. Βλέποντας όμως τον Παπαδιαμάντη απορροφημένο στους συλλογισμούς του, ο διευθυντής τον ρώτησε: «Μήπως είναι λίγα;» «Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό», απάντησε τότε εκείνος, κι έφυγε χωρίς να προσθέσει λέξη, βιαστικός και ντροπαλός. Έτσι… φέρονται και πολλοί εκ των σημερινών διαπλεκομένων αδηφάγων εργολάβων της ενημέρωσης του λαού μας. Αποκαλώ δε και ονομάζω έτσι τους τροπαιούχους του κενού λόγου, τους σκουπιδαραίους της δημοσιολογίας, τους επονομαζόμενους δημοσιογράφους. Ίσως αυτή η στάση του Παπαδιαμάντη, ο περιορισμός του στ’ αναγκαία, να προκαλεί την μεγαλύτερη αμηχανία σήμερα. Αυτό τουλάχιστον ισχυρίζεται ο Δημήτρης Νόλλας (βλ. «Φύλλα καπνού», Εστία): «Πίσω από τα λιβάνια και τους ψαλμούς και πίσω από μια γλώσσα που προϋποθέτει παιδεία και άσκηση», γράφει, «κρύβεται ο άνθρωπος που αρνείται να καταλάβει που πάνε τα τέσσερα – που πάει δηλαδή ο Συγγρός, ο δείκτης του Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών της εποχής, το Λαύριο και ο εκσυγχρονισμός της Αττικής. Όλα αυτά, με άλλα λόγια, που είναι η πυξίδα του σημερινού αχόρταγου ανθρώπου …».

Ο Παπαδιαμάντης είναι ένας μεγάλος κοινωνικός και πολιτικός συγγραφέας, ο μεγαλύτερος πολιτικός συγγραφέας των γραμμάτων μας, ο βαθύτερος μελετητής της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της δικής του εποχής αλλά και των μεταγενεστέρων εποχών. Ως πολιτικός συγγραφέας ο Παπαδιαμάντης είναι και οξύτατος σατιριστής και γι᾿ αυτό ίσως ενόχλησε τότε, όπως ενοχλεί και τώρα. Κι επειδή οι πολιτικοί στοχασμοί του Παπαδιαμάντη ήσαν άκρως ενοχλητικοί, καθότι ήσαν σωστοί, βρέθηκε και γι᾿ αυτόν η ταμπέλα του «συντηρητικού» και του «αντιδραστικού». Αλλά όμως κανείς προοδευτικός δεν μας έχει δώσει με τόση περιγραφική γλαφυρότητα την ευτέλειά του τότε και τώρα πολιτικού μας βίου στο βαθμό που το πέτυχε ὁ Παπαδιαμάντης με το περίφημο αφήγημα «Οἱ Χαλασοχώρηδες», που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην Ακρόπολη του Γαβριηλίδη τον Αύγουστο του 1892. Ο Παπαδιαμάντης ήταν αρνητικός έναντι της τότε πολιτικής, διότι έβλεπε να διαμορφώνεται ένας πολιτικός βίος έξω από την πνευματική και ηθική παράδοση της εκκλησίας. Όπως πολύ σωστά παρατήρησε ο Σπύρος Μελάς, «εἶναι ὁ μόνος ποὺ εἶδε, ὅτι ἡ θρησκεία, μὲ ἄλλα λόγια ἡ ὀρθοδοξία, ἦταν ἡ σπονδυλικὴ στήλη τοῦ ἐθνικοῦ σώματος».

Κατά τον Παπαδιαμάντη «Η πλουτοκρατία, με την πνευματική της και όχι με την ταξική της έννοια, ήτο και θα είναι ο μόνιμος άρχων του κόσμου, ο διαρκής αντίχριστος. Αυτή γεννά την αδικίαν, αυτή τρέφει την κακουργίαν, αυτή φθείρει σώματα και ψυχάς. Αυτή καταστρέφει κοινωνίας νεοπαγείς…»

Είπαν κάποιοι αφελώς τον Παπαδιαμάντη απολιτικό, επειδή υπήρξε αποδοκιμαστικός έναντι πολιτικών εκφράσεων του πολιτικού βίου παλαιοτέρων και νεωτέρων εποχών. Η άρνηση όμως μίας συγκεκριμένης πολιτικής πρακτικής, που μετατρέπει την πολιτική από άσκηση θυσίας σε άσκηση ληστείας, δεν συνιστά έλλειψη πολιτικότητας. Αντίθετα, κανείς δεν υπήρξε τόσο αμείλικτα μαστιγωτικός κατά της πολιτικής των ισχυρών στο βαθμό που υπήρξε ο Παπαδιαμάντης. Ελέγχοντας την πολιτική της πανίσχυρης Βενετίας, που, τηρουμένων των αναλογιών, ήταν ο πλανητάρχης των τότε καιρών, γράφει στο μυθιστόρημα «Ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν», που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Μὴ χάνεσαι» του Γαβριηλίδη μεταξύ των μηνών Νοεμβρίου 1882 και Φεβρουαρίου 1883, τα ακόλουθα:

«Ἡ γενεολογία τῆς πολιτικῆς εἶναι συνεχὴς καὶ γνησία κατὰ τοὺς προγόνους. Ἡ ἀργία ἐγέννησε τὴν πενίαν. Ἡ πενία ἔτεκε τὴν πεῖναν. Ἡ αὐθαιρεσία ἐγέννησε τὴν λῃστείαν. Ἡ λῃστεία ἐγέννησε τὴν πολιτικήν. Ἰδοὺ ἡ αὐθεντικὴ καταγωγὴ τοῦ τέρατος τούτου. Τότε καὶ τώρα πάντοτε ἡ αὐτή. Τότε διὰ τῆς βίας, τώρα διὰ τοῦ δόλου καὶ διὰ τῆς …βίας. Πάντοτε ἀμετάβλητοι οἱ σχοινοβᾶται οὗτοι οἱ Ἀθίγγανοι, οἱ γελωτοποιοὶ οὗτοι πίθηκοι (καλῶ δ᾿ οὕτω τοὺς λεγομένους πολιτικούς). Μαῦροι χαλκεῖς κατασκευάζοντες δεσμὰ διὰ τοὺς λαοὺς ἐν τῇ βαθυζόφῳ σκοτίᾳ τοῦ αἰωνίου ἐργαστηρίου των…».

Μήπως το ίδιο δεν συμβαίνει σήμερα αγαπητοί μου με την πολιτική που ασκούν οι ισχυροί της γης; Μετά από έναν τέτοιο αυστηρό δημόσιο έλεγχο πώς ήταν δυνατόν να μη θεωρηθεί ο Παπαδιαμάντης από δημοπιθήκους και δημοκόλακες της εποχής του σαν αντιδραστικός; Αλλά σ᾿ αυτό έγκειται η βαθειά πολιτική συμπεριφορά του Παπαδιαμάντη ως ανθρώπου. Προτίμησε να πεινάσει παρά να προσκυνήσει και να υποταχθεί στους ισχυρούς της πολιτικής. Ο Παπαδιαμάντης έζησε σαν ζητιάνος όχι γιατί του άρεσε να είναι Διογενικός, αλλά γιατί δεν ήταν αγαπητός στον πολιτικό και κοινωνικό μικρόκοσμο της Σκιάθου και των Αθηνών. Ο Παπαδιαμάντης επείνασε, όχι γιατί δεν εδούλεψε, αλλά γιατί δεν προσκύνησε κανέναν ισχυρό ούτε της πολιτείας, ούτε της εκκλησίας. Προς όλους ήταν εξ ίσου αυστηρός και όπου έπρεπε ήταν επικριτικός. Αυτό συνιστά τη βαθύτερη πολιτική ουσία του Παπαδιαμάντη, που ήταν άνθρωπος λαϊκός και γι᾿ αυτό – κι όχι για χρηματισμό – συνέταξε το πρώτο καταστατικό θεσσαλικού αγροτικού συλλόγου, όπου για την αυτοδιοίκηση γράφει:

«Το βιβλιάριον τούτο, το περιέχον το Καταστατικόν της νεωστί αποκαταστάσης Κοινότητος του μικρού χωρίου Κοσκινά της Καρδίτσης, μοι φαίνεται ως μια αίγλη φωτός, εν φαεινόν βήμα, εν εύηχον κήρυγμα προόδου, ευημερίας και αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων. Η αλλαγή εξουσίας και Κυβερνήσεως, και η φυσική εντεύθεν ανωμαλία, ή ζύμωσις η εκ του κομματισμού προερχομένη, η ανεπάρκεια και αφροντισία των Ελληνικών Κυβερνήσεων, των λόγω μεν επαγγελλομένων εκάστοτε την λεγομένη αποκέντρωσιν, πράγματι δε εξασκουσών την συγκεντρωσιν μέχρις αποπνιγμού, και η γειτνίασις του συχνά πλημμυρούντος Παμίσου, όλα ταύτα συλλήβδην υπήρξαν αφορμή όπως μη διοικήται καλώς το χωρίον και φθίνη η Κοινότης. Χάρις τω Θεώ ανέτειλε επ’ εσχάτων η ευεργέτις πρωτοβουλία νεαρών ευπαιδεύτων ανδρών, τέκνων του αυτού χωρίου, εις το πνεύμα των οποίων επήλθε φωτισμός και ευβουλία, προς άρσιν των κακών τούτων». Αλήθεια, οποία σύμπτωση! Ο τότε συχνά πλημμυρών Πάμισος ποταμός, επλημμύρησε και στις μέρες μας (2020) και προξένησε μεγάλες καταστροφές.

Απόκλιση από την ορθόδοξη πολιτική παράδοση για τον Παπαδιαμάντη σήμαινε πολιτικό θάνατο του Γένους. Και γι᾿ αυτό ήταν σφόδρα πολέμιος εναντίον αυτών που αρνούνταν την βυζαντινή μας παράδοση, που περισσότερο ίσως κι από πνευματική, είναι παράδοση πολιτική, μέσα από τη θρησκευτική της έκφραση.

Ιδού πως εικονογραφεί το πολιτικό μας πρόβλημα ο Παπαδιαμάντης στο διήγημα του «Λαμπριάτικος ψάλτης» που δημοσιεύθηκε στην Ακρόπολη το 1893:

«Τὸ σημερινὸν ἔθνος δὲν ἐπῆγε, δυστυχῶς, τόσον ἐμπρός, ὅσον λέγουν αὐτοί. Τὸ ἔθνος τὸ Ἑλληνικόν, τὸ δοῦλον τουλάχιστον, εἶναι ἀκόμη πολὺ ὀπίσω, καὶ τὸ ἐλεύθερον δὲν δύναται νὰ τρέξῃ ἀρκετὰ ἐμπρός, χωρὶς τὸ ὅλον νὰ διασπαραχθῇ ὡς διασπαράσσεται, φεῦ! Ἤδη. Ὁ τρέχων πρέπει νὰ περιμένῃ καὶ τὸν ἑπόμενον, ἐὰν θέλῃ ἀσφαλῶς νὰ τρέχῃ· ὁ ἐλεύθερος πρέπει νὰ βοηθῇ τὸν δεσμώτην ἢ πρέπει νὰ τὸν ἀνακουφίζῃ. Ὅσον παρέρχεται ὁ χρόνος, τόσον τὸ ἐλεύθερον ἔθνος καθίσταται, οἴμοι ἀνικανώτερον, ὅπως δώσῃ χεῖρα βοηθείας εἰς τὸ δοῦλον ἔθνος». Ο Παπαδιαμάντης πίστευε πως η επανάσταση του 1821 δεν δικαιώθηκε. Ο λαός που πολέμησε για να βρει την ελευθερία του «απλώς και μόνον μετήλλαξε τυράννους».

Ο Παπαδιαμάντης έχει μία ολική σύλληψη περί του Γένους. Δεν το βλέπει στα πλαίσια της απελευθερωμένης νότιας Ελλάδος. Γι᾿ αυτόν Γένος είναι το ποίμνιο των Ορθοδόξων που αναγνωρίζει ως πνευματική κεφαλή την Βασιλεύουσα και το οποίο εν πολλοίς παραμένει αλύτρωτο και χρειάζεται χείρα βοηθείας, που δεν είναι μόνο οικονομική και πολιτική ενίσχυση, αλλά πρωτίστως ενίσχυση πνευματική, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει αποκοπή από τις πάτριες ρίζες εν ονόματι κάποιου «εκσυγχρονισμού», που και τότε, όπως και τώρα, ταλανίζει το δύσμοιρο Γένος μας. Δεν αμφισβητεί την όποια εξέλιξη ο Παπαδιαμάντης, ούτε ξεγράφει τις νεωτερίζουσες τάσεις. Απλώς ρεαλιστικώτατα πιστεύει στην αρχή του «κάθε πράγμα στον καιρό του». Και γράφει:

«Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἄθεος ἢ ὅ,τι δήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται χάριν πολυτελείας τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλῃ νὰ κάμῃ δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἕως ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάση καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ᾿ οὐδὲ ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του».

Η θρησκεία ήταν, για τον Παπαδιαμάντη, η πλατειά και ισχυρή βάση πάνω στην οποία όφειλε το Γένος να στηρίξει την πολιτική του. Και γι᾿ αυτό ο Παπαδιαμάντης, κάνοντας με τα λογοτεχνήματά του, τη δική του πολιτική, συμπυκνώνει το πολιτικό/ λογοτεχνικό του δόγμα στα εξής:

«Τὸ ἐπ᾿ ἐμοί, ἐν ὅσῳ ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω, ἰδίως κατὰ τὰς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ᾿ ἔρωτος τὴν φύσιν καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια Ἑλληνικὰ ἔθη».

Έχει λεχθεί οτι ὁ Παπαδιαμάντης αδιαφορούσε για την τότε πολιτική πραγματικότητα. Τίποτε αναληθέστερο από αυτό. Την παρακολουθούσε άγρυπνος και αγωνιούσε γι᾿ αυτό. Έγραφε στην Ἀκρόπολη την Πρωτοχρονιά του 1896, χρονιά της τελέσεως των Α´ Ολυμπιακών Αγώνων, τα ακόλουθα:

«Ἠμύνθησαν περὶ πάτρης οἱ ἄστοργοι πολιτικοί, οἱ ἐκ περιτροπῆς μητρυιοὶ τοῦ ταλαιπώρου ὠρφανισμένου Γένους, τοῦ ῾στειρεύοντος πρίν, καὶ ἠτεκνωμένου δεινῶς σήμερον;

Ἄμυνα περὶ πάτρης δὲν εἶναι αἱ σπασμωδικαί, κακομελέτητοι καὶ κακοσύντακτοι ἐπιστρατεῖαι, οὐδὲ τὰ σκωριασμένης ἐπιδεικτικότητος θωρηκτά. Ἄμυνα περὶ πάτρης θὰ ἦτο ἡ εὐσυνείδητος λειτουργία τῶν θεσμῶν, ἡ ἐθνικὴ ἀγωγή, ἡ χρηστὴ διοίκησις, ἡ καταπολέμησις τοῦ ξένου ὑλισμοῦ καὶ τοῦ πιθηκισμοῦ, τοῦ διαφθείραντος τὸ φρόνημα καὶ ἐκφυλίσαντος σήμερον τὸ ἔθνος, καὶ ἡ πρόληψις τῆς χρεωκοπίας.

Τὶς ἠμύνθη περὶ πάτρης;

Καὶ τί πταίει ἡ γλαῦξ, ἡ θρηνοῦσα ἐπὶ τῶν ἐρειπίων; Πταίουν οἱ πλάσαντες τὰ ἐρείπια. Καὶ τὰ ἐρείπια τὰ ἔπλασαν οἱ ἀνίκανοι κυβερνῆται τῆς Ἑλλάδος».

Και αυτά τα λέει ο πολιτικώτατος Παπαδιαμάντης το 1896 την ώρα που η Ελλάς ζούσε το πολιτικό μεθύσι που προσέφεραν οι Ολυμπιακοί αγώνες. Ένα χρόνο μετά ήλθε η επονείδιστη ήττα του 1897. Ο Παπαδιαμάντης, η γλαύξ που θρηνούσε επί των ερειπίων, είχε δικαιωθεί. Αλλά πόσοι ακούνε τις γλαύκες τις τότε και της παρούσης εποχής;

Σ΄ ένα μελέτημά του περί κλήρου και Εκκλησίας το 1896 ο Παπαδιαμάντης έγραψε:

«Νὰ παύσῃ π.χ. ἡ συστηματικὴ περιφρόνησις τῆς θρησκείας ἐκ μέρους πολιτικῶν ἀνδρῶν, ἐπιστημόνων, λογίων, δημοσιογράφων καὶ ἄλλων. Ἡ λεγομένη ἀνωτέρα τάξις νὰ συμμορφωθῇ μὲ τὰ ἔθιμα τῆς χώρας, ἂν θέλῃ νὰ ἐγκληματισθῇ ἐδῶ. Νὰ γίνῃ προστάτις τῶν πατρίων, καὶ ὄχι διώκτρια. Νὰ ἀσπασθῇ καὶ νὰ ἐγκολπωθῇ τὰς ἐθνικᾶς παραδόσεις. Νὰ μὴ περιφρονῇ ἀναφανδὸν ὅ,τι παλαιόν, ὅ,τι ἐγχώριον, ὅ,τι ἑλληνικόν. Νὰ καταπολεμηθῇ ὁ ξενισμός, ὁ πιθηκισμός, ὁ φραγκισμός. Νὰ μὴ νοθεύονται τὰ θρησκευτικὰ καὶ τὰ οἰκογενειακὰ ἔθιμα. Νὰ καλλιεργηθῇ ἡ σεμνοπρεπὴς βυζαντινὴ παράδοσις εἰς τὴν λατρείαν, εἰς τὴν διακόσμησιν τῶν ναῶν, τὴν μουσικὴν καὶ τὴν ζωγραφικήν. Νὰ μὴ μιμώμεθα οὔτε τοὺς Παπιστὰς καὶ οὔτε τοὺς Προτεστάντας. Νὰ μὴ χάσκωμεν πρὸς τὰ ξένα. Νὰ στέργωμεν καὶ νὰ τιμῶμεν τὰ πάτρια. Εἶναι τῆς ἐσχάτης ἐθνικῆς ἀφιλοτιμίας νὰ ἔχωμεν κειμήλια καὶ νὰ μὴ φροντίζωμεν νὰ τὰ διατηρήσωμεν. Ἂς σταθμήσωσι καλῶς τὴν εὐθύνην των, οἱ ἔχοντες τὴν μεγίστην εὐθύνην».

Σφάλλουν αφάνταστα εκείνοι οι οποίοι πιστεύουν οτι ο Παπαδιαμάντης ήταν έξω από τα προβλήματα του καιρού του και του καιρού μας. Αντιθέτως, ήταν βαθύς γνώστης αυτών. Με την «Φόνισσα» θίγει καιρίως το μέγα κοινωνικό πρόβλημα της προίκας. Με το «Ὑπὸ τὴν βασιλικὴν δρῦν», το πρώτο οικολογικό διήγημα της λογοτεχνίας μας, θίγει το πρόβλημα της καταστροφής του περιβάλλοντος και δι᾿ αυτής και του ανθρώπου. Με το ασυλλήπτου δραματικότητος αφήγημα «Ὁ πολιτισμὸς εἰς τὸ χωρίον» θίγει τις φοβερές πληγές της χαρτοπαιξίας και της τοκογλυφίας, την οποία, ως πολιτική λέπρα στιγματίζει και στο «Ῥεμβασμὸς τοῦ Δεκαπενταυγούστου». Στο πολύ καυστικό «Ἡ ἐπίσκεψις τοῦ Δεσπότη», δεν διστάζει αυτός ο θεοσεβής να γίνει μαστιγωτής της υποκριτικής και άπληστης συμπεριφοράς του ανώτερου κλήρου ή της σιμωνίας την οποία φραγγελώνει αλύπητα στο αφήγημα «Ὁ ἀνάκατος».

Στο σημείο αυτό αξίζει, κρίνεται σκόπιμο, να γίνει μια αναφορά στο διήγημά του «Βαρδιάνος στα σπόρκα» δηλαδή φύλακας στα μολυσμένα πλοία. Το συγκεκριμένο διήγημά του αναφέρεται στην επιδημία της χολέρας του 1865 και δημοσιεύθηκε στην ΕΣΤΙΑ το 1893, όταν μια νέα επιδημία απειλούσε και την Ελλάδα. Στο διήγημά του αυτό η γριά Σκεύω μεταμφιέζεται σε άνδρα και γίνεται «Βαρδιάνος» δηλ. φύλακας στα «σπόρκα» δηλαδή στα καράβια που είχαν μολυνθεί από τη χολέρα, για να βοηθήσει να σωθεί ο γιος της, που «εἰκοσαέτης» «ἂγαμος, ἦτο λοστρόμος μ’ ἓν ἐντόπιον καράβι». Ο Παπαδιαμάντης σχολιάζει: «Κακή ὑποψία (καχυποψία), δυσπιστία καί ἰδιοτέλεια χωροῦσα μέχρις ἀπανθρωπίας ἐβασίλευε πανταχοῦ. Ὃλα ταῦτα ἦσαν εἲς τό βάθος καί ὁ φόβος τῆς χολέρας ἦτο εἰς τήν ἐπιφάνειαν. Θά ἒλεγέ τις ὃτι ἡ χολέρα ἦτο μόνο πρόφασις καί ὃτι ἡ ἐκμετάλλευσις τῶν ἀνθρώπων ἦτο ἡ ἀλήθεια». Ο Παπαδιαμάντης επίσης γράφει: «Ἐναντίον τῆς χολέρας τοῦ 1865 διετάχθησαν ἐν Ἑλλάδι μακραί και αὑστηραί καθάρσεις. Τότε τα νεόκτιστα λοιμοκαθαρτήρια τοῦ τόπου δέν ἢρκεσαν πλέον καί δέν ἐκρίθησαν κατάλληλα διά τόν σκοπόν τῶν καθάρσεων, καί διετάχθη πρός τοῖς ἂλλοις νά συσταθῆ ἒκτακτον λοιμοκαθαρτήριον ἐπί τῆς ἐρημονήσου Τσουγκριά. Τάς πρώτας ἡμέρας τοῦ Αὐγούστου εἶχαν καταπλεύσει ὀλίγα πλοῖα. Μετά δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας ὁ ἀριθμός τῶν κατάπλων ἐδιπλασιάσθη… Τό δαιμόνιον τοῦ φόβου εἶχε εὓρει ἑπτά άλλα δαιμόνια πονηρότερα ἑαυτού, καί εἶχε λάβει κατοχήν ἐπί τοῦ πνεύματος τῶν ἀνθρώπων. Μέγας συνωστισμός καί σπουδή ἀλόγιστος καί τυφλή φυγή εἶχον ἐπέλθει. Ὁ πρῶτος σαστισμός τῆς φυγῆς εἶχε συναντήσει δεύτερον σαστισμόν, τον σαστισμόν τῶν ἐπειγόντων μέτρων εἰς ἑλληνικά παράλια». Όπως όλοι αντιλαμβανόμαστε η ιστορία επαναλαμβάνεται με τη μορφή μιας νέας, σημερινής, τραγωδίας για την ανθρωπότητα και για την πατρίδα μας. Σήμερα, φυσικά, η ελληνική πολιτεία, το κράτος μας, έδειξε ένα αρκετά καλό πρόσωπο. Έγιναν θετικά βήματα έκτοτε. Όμως δεν έλειψαν λάθη και ανεπάρκειες. Στο ίδιο διήγημα του ο Παπαδιαμάντης επισημαίνει: «Δέν λέγω ὃτι οἱ ἃνθρωποι τοῦ τόπου εἶναι κακοί. Ἀλλοῦ ἲσως εἶναι χειρότεροι. Ἀλλά τό πλεῖστον κακόν ὀφείλεται αναντιρρήτως εἰς τήν ἀνικανότητα τῆς ἑλληνικής διοικήσεως. Θά ἒλεγέ τις ὃτι ἡ χώρα αὐτή ἠλευθερώθη ἐπίτηδες διά νά ἀποδειχθεῖ ὃτι δέν ἦτο ἱκανή πρός αυτοδιοίκησιν». Πρέπει να παρατηρήσουμε όμως ότι η επιστήμη και ιατρική τότε ήταν πολύ αδύναμες σε σχέση με σήμερα.

Αλλά και με το διήγημά του «Η χολεριασμένη», το οποίο δημοσιεύθηκε το 1901 και αναφέρεται στην επιδημία που έπληξε την Αθήνα το 1854, όπως διηγείται μια γερόντισσα Αθηναία, ο Παπαδιαμάντης είναι λίαν επίκαιρος. «Τότε σάν ἦλθε τό κακό χολεριάστηκα κι ἐγώ καί μέ εἶχαν παρατήσει ὃλοι οἱ δικοί μου, ὃπως ὁ ἂνδρας μου κι ὁ ἀδελφός μου… Ἡ γειτονιά ἒρημη, ὁ κόσμος εἶχε φύγει, οἱ αὐλόπορτες κλεισμένες, παράθυρα κλειδομανταλωμένα, ψυχή δέν ἐφαίνετο πουθενά. …» Στο διήγημά του αυτό αναφέρει χαρακτηριστικά: «… Μένουμε διαιτώμενοι εις την οικία μας, στραβοπατούντες από δωμάτιον εις δωμάτιο, ως ποταμιαία καβούρια, αλιβάνιστοι, αλειτούργητοι, ακοινώνητοι, με την ελπίδα ότι σύντομα θα ανθρωπέψουμε και πάλι…» Ουδέν σχόλιο! Το μόνο που θέλω να ευχηθώ, είθε πολύ σύντομα να ανθρωπέψουμε, να γίνουμε κανονικοί άνθρωποι και πάλι, εξερχόμενοι νικητές από την πανδημία του κορωνοϊού.

Ο Παπαδιαμάντης επέλεξε συνειδητή την ενασχόληση με τη δημοσιογραφία, γιατί ήθελε να είναι κοντά στη φλεγμαίνουσα ζώνη της πολιτικής λειτουργίας. Ήταν μέσα στην ψυχή της πολιτικής, όπως ήταν και μέσα στην ουσία της ζωής, αλλά δεν τον ενδιέφερε η προβολή. Δεν τον ενδιέφερε ακόμη η πολιτική των λόγων, η πολιτική του θεάματος. Απεχθανόταν τον λογοκοπικό δημαγωγισμό. Γράφει σ᾿ ένα μικρό αφήγημα του 1907, το «Ἐπιμηθεὶς εἰς τὸν βράχον» τα ακόλουθα σωστά για τις προτιμήσεις του λαού: «Θέλει δυστυχῶς λόγο, καὶ πολλοὺς λόγους μάλιστα… θέλει κάτι ὡσὰν θέαμα, καὶ τὰ θέλει ὅλα λογοκοπικὰ καὶ θεατρικά. Καὶ δι᾿ αὐτὸ ὅσοι βγάζουν λόγους πεντάρικους ἢ δεκάρικους εὐδοκιμοῦν εἰς τὸ πλῆθος· καὶ δι᾿ αὐτό… τὸ προκόψαμε» (Α, 467). Και ας μου πει οποιοσδήποτε (εντός εισαγωγικών) «προοδευτικός», ποιος είναι ο πρώτος συγγραφέας μας, που έθιξε το πρόβλημα των ναρκωτικών, αν αυτός δεν είναι ο Παπαδιαμάντης με το αληθινά συγκλονιστικό αφήγημα «Κοινωνική ἁρμονία», που δημοσιεύτηκε το 1906; Ποιος έθιξε πρώτος την κοινωνική διάσταση της πορνείας, αν όχι ο Παπαδιαμάντης με το τολμηρότατο για την εποχή του «Τὸ Ἰδιόκτητο»; Ποιος είναι ο πρώτος λογοτέχνης μας, που εστιγμάτισε τον διχασμό που συνεπάγεται, όχι η πολιτική αλλά ο κομματισμός, αν αυτός δεν είναι ο Παπαδιαμάντης, με το ανεπανάληπτο διήγημα «Τὰ δύο τέρατα», που γράφτηκε το 1909; Αρκεί μόνο μία περικοπή απὸ αυτό: «Ὅλα τὰ ἐκλογικὰ ἀκάθαρτα δαιμόνια εἶχον ἐξαπολυθῆ εἰς τὸν δρόμον τὴν χρονιὰν ἐκείνην. Ἡ πλουτοκρατία εἶχε συμμαχήσει μὲ τὴν ὀχλοκρατίαν· τὸ τέρας τὸ κίτρινον εἶχε καλέσει εἰς βοήθειαν τὸ ἄλλο τέρας τὸ κόκκινον. Ἕνας ἄλλος παπᾶς γιὰ νὰ μὴ ἐκτεθῇ ἐμφανῶς εἶχε ἁπλώσει στὸ μπαλκόνι του ὅλα τὰ κόκκινα κιλίμιά του, τάχα γιὰ νὰ ἀερισθοῦν!»

Κάποιοι επικριτές του Παπαδιαμάντη έχουν παρατηρήσει ότι ο Σκιαθίτης πεζογράφος, κι όταν ακόμη ασχολείται με την πολιτική, είναι πάντα επικριτικός, γιατί δεν πιστεύει στην πολιτική και δεν έχει όραμα πολιτικό. Όμως κι αυτή η παρατήρηση είναι λάθος φρικτό, που αδικεί τον Παπαδιαμάντη, ο οποίος δεν είχε καμία δυσκολία να τιμήσει τη μνήμη του Χαριλάου Τρικούπη δύο φορές, δίνοντας μάλιστα το καλύτερο πολιτικό πορτραίτο του Μεσολογγίτη πολιτικού. Ασφαλώς ο Σκιαθίτης συγγραφέας ήταν σφοδρός πολέμιος της μικροπολιτικής· είχε όμως όραμα μεγάλης πολιτικής; Το όραμα ενός μεγάλου έθνους, αλλά πραγματωμένου με άλλες μεθόδους και άλλη ιδεολογία από αυτή που επίσημα εξέφραζε η πολιτική της Αθήνας. Η πολιτική της Μεγάλης Ιδέας εκφραζόταν τότε και μετά, με την πρακτική αποσπάσεως εδαφών από την οθωμανική αυτοκρατορία. Για τον Παπαδιαμάντη, μέσα στον οποίο υπερίσχυε η πολιτική παράδοση του Βυζαντίου, η εθνική πολιτική έπρεπε να είναι όχι πολιτική αποσπάσεως αλλά κληρονομιάς. Οι Έλληνες, συνετά πολιτευόμενοι, θα ήσαν οι φυσικοί κληρονόμοι της καταρρέουσας οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο Παπαδιαμάντης, βαθύτατα χριστιανός και ως προς την ιδιοσυστασία του Ῥωμιός, έβλεπε το εθνικό πρόβλημα με μία ευρύτερη προοπτική, που περιείχε όλους τους Χριστιανούς της Βαλκανικής και της Ανατολής. Η Ρωμιοσύνη του δεν προσέκρουε στην Ελληνοσύνη του. Οι Έλληνες έπρεπε να είναι η μικρά ζύμη που θα ζυμούσε όλο το φύραμα των λαών και θα τους έδινε ένα όραμα πολιτικό. Ο Παπαδιαμάντης, κι αν δεν ήταν πολιτικός, έβλεπε ωστόσο ότι ο Ελληνισμός μπορούσε να εκταθεί έως εκεί που υπήρχε συμπαγής εθνολογική βάση. Αντίθετα, η ιδέα της Ρωμιοσύνης, εμπεριέχοντας και την ελληνοσύνη, είχε μία διάσταση ευρύτερη, σχεδόν οικουμενική. Δυστυχώς, ο Δυτικισμός δεν μας επέτρεψε να διαμορφώσουμε μία ανατολική πολιτική – έστω κι αν στόχος μας πολιτικός ήταν η Ανατολή. Γι᾿ αυτό ο Παπαδιαμάντης αποστρεφόταν την τρέχουσα πολιτική και τις τότε υπό την επήρεια της Δύσης διαμορφούμενες κοινωνικές και πολιτικές αξίες. Έβλεπε τους ομοεθνείς του να αγωνίζονται να γίνουν μικροί, ενώ η ιστορική τους αποστολή ήταν να γίνουν μεγάλοι. Βεβαίως 16 μήνες μετά το θάνατό του η Ελλάς είχε διπλασιασθεί εδαφικά και δέκα χρόνια μετά το θάνατό του είχε τριπλασιασθεί. Η αύξηση όμως αυτή ήταν στρατιωτική κι όχι πολιτική, όπως θα ήθελε ο Παπαδιαμάντης. Γι᾿ αυτό η Μεγάλη Ιδέα πνίγηκε στις όχθες του Σαγγάριου και στις ακτές της Ιωνίας. Ο Παπαδιαμάντης, όπως αργότερα ο Ίων Δραγούμης, έβλεπε το ζήτημα διαφορετικά. Μία άλλη χριστιανική αυτοκρατορία θα διαδεχόταν τη μουσουλμανική και θα έδινε νέα πνοή στους υποταγμένους λαούς, μηδέ των Σλάβων, των Αλβανών και των Μουσουλμάνων εξαιρουμένων. Δεν φοβόταν την Ανατολή ο Παπαδιαμάντης, ούτε το Βορρά, φοβόταν τη Δύση για τις μικρές αξίες που προωθούσε στο χώρο μας, αξίες που έκαναν τον Έλληνα από λαϊκό άρχοντα και λαϊκό νοικοκύρη να γίνεται μικρόψυχος και χρηματόφιλος αστός. Ένα κλάσμα ανθρώπου.

Σ’ ένα μικρό – σχεδόν ελάχιστο – αφήγημα που έγραψε το 1907, υπό τον περίεργο τίτλο «Ἡ κάλτσα τῆς Νώενας», υπάρχει σαν καταληκτική η καταπληκτική ερωτηματική φράση:

«Ἕως πότε θὰ εἴμεθα ἀχαρακτήριστοι Γραικύλοι

Ιδού, λοιπόν, το πολιτικό μας πρόβλημα, όπως το έθεσε τότε και για τώρα ο Παπαδιαμάντης· γιατί το ερώτημα τούτο παραμένει και τώρα επίκαιρο.

Αυτός ήταν ο Παπαδιαμάντης. Ένας μεγάλος συγγραφέας, ο μεγαλύτερος Έλληνας συγγραφέας όλων των εποχών και μεγάλος πνευματικός άνθρωπος, που έζησε μία ζωή στα πλαίσια της αγιοσύνης, έχοντας για συντροφιά την απέραντη αγάπη του για τους φτωχούς ανθρώπους του νησιού του και της πόλης, τον άσβεστο έρωτά του προς τη φύση, και τη θρησκευτική λατρεία του προς τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα της πατρίδας μας. Υπήρξε πνευματικός και ηθικός εργάτης, αγωνιστής της προόδου, της ενημερώσεως, της δικαιοσύνης.

Λάζαρος Κυρίζογλου
Δικηγόρος
Δήμαρχος Αμπελοκήπων – Μενεμένης
Α΄ Αντιπρόεδρος Κεντρικής Ένωσης
Δήμων Ελλάδος

Δείτε ακόμη

Γιατί ο Ράμα συνεχίζει να καλλιεργεί την ένταση

Ο ανθελληνισμός ως ιδιαίτερη έκφανση του εθνικισμού παραμένει σταθερά της αλβανικής πολιτικής σκηνήςΆρθρο του Σταύρου ΛυγερούΔημοσιεύτηκε στην ...

Η ΚΟΜΜΑΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ

Η αλήθεια μέσα από το «αθεολογήτως θεολογείν»  του Βασιλείου Νικοπούλου*

Περισσότερα