Γιώτα Ιωακειμίδου

Της Γιώτας Ιωακειμίδου

Διανύουμε μια εποχή βαθιάς κρίσης σε πολλά επίπεδα: πολιτικό, πολιτισμικό, οικονομικό. Οι νέοι κυρίως κρίνουν και αμφισβητούν τις αντιφάσεις της εποχής μας και την ηθική έκπτωση των αξιών που συνέχουν μια κοινωνία. Οι παραδοσιακές αξίες αμφισβητούνται και υπέρτατη αξία θεωρείται το χρήμα και ο υλισμός. Το αντιπαραδοσιακό κλίμα της εποχής μας και η βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση δεν ευνοούν αξίες και ανθρώπινα συναισθήματα.

Μέσα σ΄ αυτό το κλίμα επιβάλλεται να σκύψουμε ξανά και να αντλήσουμε πρότυπα και αξίες ζωής στην παράδοση και την κουλτούρα μας.

Οι Πόντιοι προσπαθούν να κρατήσουν τα θετικά στοιχεία που τους κληροδότησαν οι πρόγονοί τους και να τα γονιμοποιήσουν μέσα στο νέο τους περιβάλλον, έτσι ώστε οι νέες γενιές μέσα από τις παραδοσιακές αυτές αξίες να αποκτήσουν πρότυπα και στάση ζωής.

Οι Πόντιοι πρώτης γενιάς έφεραν μαζί τους πολύτιμους θησαυρούς, την διάλεκτο, τα ήθη, τα έθιμα, τη μουσική, το τραγούδι. Έφεραν μαζί τους την αίγλη και τη λάμψη των Κομνηνών, τα φτερά του μονοκέφαλου αετού, την βαθιά θρησκευτικότητα των απλών ανθρώπων, την ανάμνηση της κουρσεμένης Τραπεζούντας.

Όλα αυτά τα έκλεισαν βαθιά μέσα στην ψυχή τους και απετέλεσαν και αποτελούν οδηγό και αξίες ζωής ακόμα και σήμερα. Πασκίζουν να τα διατηρήσουν μέσα από το χορό, το τραγούδι, την εκμάθηση της Ποντιακής Διαλέκτου στις νέες γενιές.

Είναι δύσκολο πια στις μέρες μας να καταφέρουμε να κρατήσουμε την ύλη ενός πολιτισμού με βαθιές ελληνικές ρίζες.

Φορείς αυτού του πολιτισμού και των αξιών του είναι οι μεγάλοι Πόντιοι λογοτέχνες Γ. Ζερζελίδης, Η. Τσιρκινίδης και οι νεώτεροι Χ. Αντωνιάδης και Κ. Διαμαντίδης. Έγραψαν όλοι στην Ποντιακή Διάλεκτο έργα μεγάλης λογοτεχνικής και αισθητικής αξίας.

Η λόγια ποντιακή γραπτή ποίηση καλλιεργήθηκε μετά τον ξεριζωμό και είναι προϊόν νοσταλγίας και θα έλεγα προέκταση της προφορικής ποντιακής δημοτικής ποίησης.

Εξέχουσα θέση κατέχει η ποίηση του Ηλία Τσιρκινίδη μέσα από την οποία προβάλλονται η πλούσια γλώσσα μας, το ιστορικό παρελθόν, η εθνική μας ταυτότητα, ο έντονο συναισθηματισμός των Ποντίων.

Γεννήθηκε στο Νοβοροσίσκ της Ρωσίας το 1915 με καταγωγή από το Σταυρίν της περιφέρεις Αργυρούπολης. Στην Ελλάδα ήρθε το 1925 και εγκαταστάθηκαν οικογενειακώς στην Αττική. Σταδιοδρόμησε στο δημόσιο ως διοικητικός υπάλληλος και χρημάτισε νομάρχης Θεσπρωτίας, Καβάλας, Λευκάδας.

Ο Ηλίας Τσιρκινίδης είναι ένας πολύ μεγάλος ποιητής. Η αισθητική απόλαυση που μας προσφέρει (όμως ομολογεί ένας μη Πόντιος κριτικός λογοτεχνίας, ο Αντρέας Καραντώνης), είναι ίδια με αυτήν που μας προσφέρει ένα βουκολικό ποίημα του Κ. Κρυστάλλη, μια ερωτική δυωδία του Θεόκριτου, στροφές του Μιστράλ από τη Μιρέιγ, επικά αποσπάσματα του βάρδου της Κύπρου Μιχαηλίδη.

Η γλώσσα του έχει πλούτο, ο στίχος του μια απίστευτη μουσικότητα. Εντύπωση προκαλεί ο πλούτος της γλώσσας και συγκεκριμένα η επιλογή σπάνιων και ξεχασμένων λέξεων η γλωσσοπλαστική του ικανότητα, εμένα μου θυμίζει Κ. Παλαμά και τον Νίκο Καζαντζάκη αυτή η πλαστικότητα της γλώσσας του. Μέσα από τους στίχους του ξεχειλίζουν η νοσταλγία, ο πόνος, ο έρωτας, το πάθος. Μέσα στους 15σύλλαβους στίχους του υπάρχει ο θρήνος της άλωσης, ο βαθύς λυρισμός. Βαδίζει πάνω στα χνάρια της δημοτικής ποίησης και το κάνει τόσο καλά που παγιδεύεται ο αναγνώστης πιστεύοντας ότι πρόκειται για δημοτικό τραγούδι. Μέσα από την ποίησή του μας δίνει ατόφια την «ποντιακή ταυτότητα». Πόνο και συγκίνηση για όσα χάθηκαν, νοσταλγία για όσα ζουν ως ανάμνηση. Οι στίχοι γίνονται μερικές φορές κραυγή αγωνίας και ασίγαστος πόνος για όσα χάθηκαν, αλλά ο χρόνος δεν μπόρεσε να ξεθωριάσει από την ψυχή μας. Το ποίημα του «Το μένεμαν» είναι ένα ορόσημο για τη σύγχρονη ποντιακή ποίηση και ο δημιουργός της εκφραστής της ποντιακής νοσταλγίας. Μέσα από τα έργα του ανασταίνεται ο εσωτερικός κόσμος των Ποντίων και μέσα από τις περιγραφές του ο εξωτερικός γεωγραφικός χώρος.

Το ποίημα ο «Δήμον ο κεμενετζής» φτάνει από μόνο του να δώσει το δράμα ενός ξεριζωμένου λαού και τα «τα πάθια και τους καημούς», όπως θα έλεγε και ο άγιος των γραμμάτων μας, ο μέγας Α. Παπαδιαμάντης. Ο καημός και ο στεναγμός που βγαίνει απ΄ την ψυχή του λυράρη Δήμου, είναι ο καημός που βγαίνει από κάθε ποντιακή ψυχή. Το ποίημα αναφέρεται στον θάνατο του ξακουστού στον Πόντο λυράρη Δήμο από την Κρώμνη. Στον Άδη συναντά όλους τους παλιούς του γνωστούς, οι οποίοι τρέχουν καταπάνω του να μάθουν τα νέα της πατρίδας και τον παρακαλούν να παίξει λύρα. Τους πληροφορεί για τον ξεριζωμό και την αλλαγή πατρίδας.

Ποίος εμαυρολόεσεν; Ποίος εμαυροείπεν;
«Κρωμέτες κατηβαίν’ ’ς σον Άδ’, τη Κωσταντά ο Δήμον!»
Κι εβόεσαν τα σύμπαντα κι η γη συνεταράεν,
κι ας σα συνεταράγματα ενοίεν τ’ Άδ’ η πόρτα
κι έρθεν το μαύρον το χαπάρ’ ’ς σον σκοτεινόν τον Άδην.

’Σ σον Άδ’ έσαν ταένυφοι και νέϊκα παλληκάρα,
’ς σον Άδ’ έσαν σουμαδεμέν’ κι έμορφα νυφαδόπα,
’ς σον Άδ’ καρδόπα θλιβερά και παραπονεμένα,
έκ’σαν ατο κι ελάγκεψαν κι εσκώθαν ’ς σο ποδάριν,
και ν’ έρθανε και ν’ έκοψαν τη Δήμονος τη στράταν.

«Έπαρ’, Δήμο, την κεμεντζέν και σύρον το τοξάριν!
Πέει μας π’ έκατσες κι έφαες, που έπες κρεν νερόπον;
Σίνος χαράν τραγώδεσες; Τίναν επαρεξέγκες;
Κι αν έν’, Δήμο μ’, Καλομηνάς κι αν είν’ καλά ημέρας,
κι αν είναι τα παρχάρα ’μουν μάραντα φορτωμένα,
κι αν είναι τα ψηλά ραχά καταπρασινισμένα!»

«Αν έρται ο Μάρτ’ς ο μάραντον κι Απρίλτς μανουσακέας,
αν έρται κι ο Καλομηνάς και τα καλά ημέρας,
εμείς ’κι παρχαρεύουμαι και ’ς σον παρχάρ’ ’κι πάμε!
Κι αν έν’ Δεκαπενταύγουστον κι αν έν’ τη Παναΐας
’ς σον Αεσέρ’ ’κι αχπάσκουμες, ’ς σην Σουμελάν ’κι πάμε!

’Κ’ έχουμε τα παρχάρα ’μουν και τ’ άγια μοναστήρα,
’κι έχουμε τα ψηλά ραχά και τα νερά τα κρύα!
Εφέκαμε τα μέρα ’μουν κι επήγαμ’ ’ς άλλα κόσμα
μακρά και πέραν θάλασσας ’ς σο πλαν τη Ρωμανίαν!»

«Ντο λες, ντο λες, ναι Δήμο μου, ντο λες κι απολογάσαι;
Είδες τον Άδην σκοτεινόν, είδες τον Άδην μαύρον,
είδες τον τόπον ντο πατείς, χωρίς άθα και φύλλα,
είδες τον τόπον ντο δαβαίντς χωρίς κρύα νερόπα
κι εσάσεψες την απαντή σ’ και την απολοΐα σ’!»

«Παρακαλώ, παρακαλώ θεού παρακαλίαν!
Μ’ απλώνετεν την κεμεντζέν, τρομάζ’νε τα χερόπα μ’!
Μ’ απλώνετεν και το τοξάρ’ καίεται το καρδόπο μ’!
Μη λέτε με να τραγωδώ, γομούντανε τ’ ομμάτα μ’!
Εγώ λόγον ’κι εσάσεψα, μη λέτεν εκομπώθα.
Ντο είδαν τ’ ομματόπα μου ’μολόεσα και είπα!»

Τον λόγον ’κ’ ετελείωσεν και την απολοΐαν
και ν’ έρθαν κι εγομώθανε ’ς ση Δήμο μ’ το κιφάλιν
και ν’ έρθαν κι εμυρίστανε τη Δήμονος τα χέρα
και ντο τερούν; ’Κ’ εμύριζαν ατά μανουσακέαν!

’Σ σον Άδ’ να βάϊ, ’ς σον Άδ’ ν’ αϊλί, ’ς σον Άδ’ μαύρα λαλίας
κι ο Δήμον στέκ’ ασάλευτος κι ο Δήμον μαραιμένος!
’Κι σκών’ απάν’ τ’ ομμάτα του τα καταδακρωμένα,
’κι αποδιπλών’ τα γόνατα ’τ’, τα καταδιπλωμένα,
’κι αποσταυρών’ τα χέρα του, τα κατασταυρωμένα.

Γιώτα Ιωακειμίδου*
Φιλόλογος

Ακολουθήστε την επίσημη σελίδα μας στο facebook schooltime για να βλέπετε τις σημαντικότερες ειδήσεις στη ροή του schooltime.gr

Ακολουθήστε μας στο facebook