Δεν θυμόμαστε τα παραμύθια της γιαγιάς μας, αλλά τη ζεστασιά της φωνής της. Κάπως έτσι όμως διασώθηκαν τα περισσότερα παραμύθια: από στόμα σε στόμα. Μέχρι που κάποιος αποφάσιζε να τα καταγράψει, σαν τους αδελφούς Γκριμ – τα πιο γνωστά ευρωπαϊκά παραμύθια άλλωστε, έφτασαν μέχρι τον 21ο αιώνα χάρη σ΄αυτούς. Και σχεδόν όλα μίλησαν για τις ιδιαίτερες εμπειρίες της παιδικής μας ηλικίας, ελαφρώς παραμορφωμένες βεβαίως μέσα από το Φανταστικό πρίσμα, που όμως, στα παιδικά αυτιά ακουγόντουσαν απολύτως αληθινές.

Σήμερα, αυτές οι ιστορίες θεωρούνται ακόμα ιδανικές για τα πρώτα στάδια ανάπτυξης ενός παιδιού. Τι γίνεται όμως με τους ενηλίκους εκείνους που διεκδικούν το δικαίωμα τους στη «γοητευτική αλήθεια του παραμυθιού», που έλεγε και ο Βασίλης Ραφαηλίδης;

Ας υπογραμμίσουμε το εξής παράδοξο: οι φανατικοί αναγνώστες συνηθίζουν να απογοητεύονται από τις κινηματογραφικές μεταφορές των αγαπημένων τους βιβλίων – εδώ όμως αναγνώστες και θεατές συμπορεύονται χέρι χέρι, όπως ακριβώς και η παραγωγή των βιβλίων, σε κάποια χρονική στιγμή, συνέπεσε με αυτήν των ταινιών.

Οι θεατές δεν είχαν κανέναν λόγο να απογοητευθούν: πρώτον, η απλουστευμένη γλώσσα της Ρόουλινγκ δεν άφηνε περιθώρια για σημειολογικές αναλύσεις πέραν των προφανών (η εξέλιξη του Πότερ από θαρραλέο έφηβο σε μεσσιανική φιγούρα) και, δεύτερον, η ίδια η υφή της ήταν περισσότερο κινηματογραφική παρά λογοτεχνική. Από ένα σημείο και μετά μάλιστα, η Ρόουλινγκ δεν έγραφε διηγήματα αλλά… καμουφλαρισμένα σενάρια – ευτυχώς γιατί αυτό έκανε τις ταινίες λιγότερο δύσκαμπτες καθώς είχαν λιγότερο όγκο κειμένου να συμπιέσουν μέσα σε δυόμισι ώρες. Το γεγονός δε ότι το τελευταίο βιβλίο χωρίστηκε σε δύο ταινίες και όχι σε μία, ας πούμε τρίωρη, οφείλεται περισσότερο σε λόγους μάρκετινγκ παρά… δραματουργίας.

Οπως ήταν αναμενόμενο, το μέγεθος της παραγωγής φτάνει σε δυσθεώρητα ύψη. Τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη και κάθε pixel ψηφιακών εφέ είναι στη σωστή του θέση – μη σας πω ότι για πρώτη φορά σε τρισδιάστατη προβολή έκανα κύκλους με το κεφάλι μου προσπαθώντας να αποφύγω πάσης φύσεως αόρατα αντικείμενα, έστω κι αν, και τούτη τη φορά είχα να αντιμετωπίσω την υποχρεωτική σκοτεινιά της 3D κόπιας. Αναμενόμενη όμως είναι και η ιστορία – σε στυλ αγγλοσαξονικό: οι κρίσιμες «φάσεις» του δράματος γνωστοποιούνται στον θεατή αμέσως πριν από την πραγμάτωσή τους, κι εμείς ζυγίζουμε τις αντοχές μας περιμένοντας το χτύπημά τους παρέα με τους ήρωες της κυρίας Ρόουλινγκ που, για άλλη μια φορά, κρατά την έμπνευσή της για τις λεπτομέρειες (τα δάκρυα ενός νεκρού ως καθρέφτης όπου αντανακλάται όλη η δυστυχία της ζωής του, ένα εξαίσιο παράδειγμα).

Οφείλουμε όμως να παραδεχτούμε τους μάστορες που έβαλαν το χέρι τους στο τελικό αποτέλεσμα: η ταινία κατορθώνει να συγκινήσει και αυτό οφείλεται περισσότερο στην προσπάθεια των ερμηνευτών και του τεχνικού επιτελείου, παρά στο πρωτογενές υλικό. Δείτε, για παράδειγμα, πως ο Αλαν Ρίκμαν δίνει ζωή σε έναν χαρακτήρα αμφίσημο που στα χέρια κάποιου άλλου ηθοποιού θα καταντούσε τραγική καρικατούρα: πώς να παραπονεθούν μετά οι οπαδοί του αυθεντικού όταν βλέπουν τις ατάκες του να παίρνουν τέτοια ζωή!

Να τα βάλουμε όμως κάτω: το πρώτο μέρος είχε αρχίσει με τον Χάρι, τον Ρον και την Ερμιόνη να αναζητούν τους λεγόμενους «Πεμπτουσιωτές» που αποτελούν και το μυστικό της αθανασίας του μοχθηρού Βόλντεμορτ (τον ενσαρκώνει και εδώ ο Ρέιφ Φάινς), μόνο που στο μεταξύ ο Πόλεμος ξεσπά. Οι Θανατοφάγοι του Βόλντεμορτ καταλαμβάνουν το Υπουργείο Μαγείας και το Χόγκουαρτς και η επίθεσή τους φιλμογραφείται με αναμενόμενο εντυπωσιασμό, ώσπου ο Πότερ ανακαλύπτει πως για να ανατρέψει την κατάσταση οφείλει να «θυσιαστεί». Γιατί τη μέρα που ο Βόλντεμορτ σκότωσε τους γονείς του «χάρισε» άθελά του και ένα κομμάτι της μαύρης του ψυχής στον νεαρό μάγο. Και το κομμάτι αυτό πρέπει να πεθάνει!

Το ότι ο μικρός ήρωας σκοτώνει το σκάρτο κομμάτι του εαυτού του μέσα από τη μαγεία είναι, τελικά, και το πιο αδιάφορο κομμάτι της ιστορίας, όπως δηλαδή όλες αυτές οι μονομαχίες των μάγων που κραδαίνουν θεαματικά τα μαγικά ραβδιά τους (το οπτικό αποτέλεσμα όμως θυμίζει όσο τίποτε άλλο τα «φωτόσπαθα» του «Πολέμου των Αστρων») ή οι αλλεπάλληλες «ειδικές» αναφορές που έχουν να πουν «κάτι» μονάχα στους οπαδούς του βιβλίου, αφού δεν καθιστούν κομμάτι μιας μυθολογίας που εδραιώνεται με όρους κινηματογραφικούς.

Υπάρχουν όμως εδώ και κάτι όμορφα «δωράκια», κάποιες φιλμικές «σιωπές» που, έτσι όπως σκάνε αναπάντεχα σε αυτό τον κυκεώνα στεντόρειων ψευδαισθήσεων, εντυπωσιάζουν με την καλαισθησία τους και κάποιες φορές δείχνουν πως θα μπορούσε να είχε κινηματογραφηθεί ολόκληρη η σειρά. Δηλαδή σε ένα σύμπαν αέρινο, με ελάχιστους διαλόγους, απογυμνωμένη από εφετζίδικες ορολογίες («αποχαυνώσιους!») και μουσικώς επενδυμένη από τον Φίλιπ Γκλας ή τον Μπράιαν Ινο. Δυστυχώς, άλλο η μαγεία της μυθολογίας και της μύησης και άλλο αυτή των χολιγουντιανών παραγωγών, στα ταμεία των οποίων εξαργυρώνονται, καλώς ή κακώς, και οι δυο.

«Ο Χάρι Πότερ και οι κλήροι του θανάτου, μέρος δεύτερο»

Ικανοποιητικό

το κλείσιμο της σειράς

Κάποιες συγκινητικές στιγμές μέσα στην όλη βαβούρα

Λέτε να μην υπάρξει επόμενο;

Βαθμολογία: 6

(από τα λίγα φιλμ της σειράς που δεν βαρέθηκα)