Στήνοντας μια έκθεση





Τελικά πρέπει κανείς να αγνοεί τις φήμες όσο μπορεί. Υπάρχουν βέβαια διαφόρων ειδών φήμες και όταν αυτές προέρχονται από έναν κύκλο που υποτίθεται ότι γνωρίζει τα πράγματα, είναι δύσκολο να μην τις λάβει κανείς υπόψη του. Καθώς λοιπόν την περασμένη Τετάρτη το πρωί καθόμουν σε αυτό το καφενείο, γωνία Κουμπάρη και πλατεία Κολωνακίου, η απόσταση που με χώριζε από την Γκαλερί Ζουμπουλάκη (βρίσκεται ακριβώς απέναντι) φάνταζε απέραντη. Και φάνταζε απέραντη επειδή μέσα βρισκόταν ο Γιάννης Μόραλης.


Ο Γιάννης Μόραλης δεν μιλάει. Ετσι μου έχουν πει.


«Είστε τυχερός» μου είπε η κυρία Πέγκυ Ζουμπουλάκη όταν μπήκα μέσα. «Εδώ και μισή ώρα υπήρχε κάποιος εκνευρισμός, αλλά τώρα ηρεμήσαμε κάπως». Τα έργα ήταν ξεκρέμαστα και ακουμπισμένα στους τοίχους. «Μόλις αποφασίσαμε πού θα πάει το καθένα» είπε. «Είστε ο πρώτος που βλέπει το στήσιμο των έργων. Και είναι εδώ και ο κ. Μόραλης». Ο κ. Μόραλης στεκόταν στη μέση της αίθουσας. Φορούσε γκρίζο σακάκι και σκούρα μπλε γραβάτα και δεν είχε βγάλει το παλτό του. (Μου θύμισε μια φωτογραφία του Σάμιουελ Μπέκετ καθώς στέκεται στο πεζοδρόμιο της Bond Street, μέσα στη μουντάδα του Λονδίνου, τυλιγμένος σ’ ένα μακρύ σκούρο παλτό.) Εξέταζε το στήσιμο. «Αυτές οι αποστάσεις πρέπει να είναι μικρότερες» ήταν οι πρώτες κουβέντες που τον άκουσα να λέει. Η κυρία Δάφνη Ζουμπουλάκη πήγε και έφερε τα δύο έργα πιο κοντά. Δύο θερμά έργα, ώχρα, rouge anglais και μαύρο, όπως μπαίνει κανείς στην γκαλερί, δεξιά.


Ο Γιάννης Μόραλης έχει επιβλητική παρουσία. Δεν ξέρω αν θα μου φαινόταν το ίδιο αν τον συναντούσα στα εγκαίνια, με τόσο κόσμο γύρω. Αλλά στην άδεια γκαλερί, με τους πίνακες στο πάτωμα, τη σκάλα έτσι ανοιγμένη σε μιαν άκρη, και αυτόν να στέκεται στη μέση με τα χέρια πιασμένα πίσω από την πλάτη, η σκηνή είχε κάτι από παλιά ασπρόμαυρη φωτογραφία και μου έφερε στο μυαλό διηγήσεις του πατέρα μου, το καφενείο του Λουμίδη, τον Τσαρούχη, τον Σεφέρη, το Θέατρο Τέχνης, πράγματα που άκουγα σαν παιδί και που με συντροφεύουν ακόμη τώρα.


«Δεν δίνει συνεντεύξεις ο κ. Μόραλης» είπε η κυρία Πέγκυ. «Ναι, συνεντεύξεις δεν δίνω» είπε ο ζωγράφος. «Γι’ αυτά εδώ» ­ με μια κίνηση του χεριού έδειξε τους πίνακες ­ «τι να πω; Εγώ τα φτιάχνω. Από εκεί και πέρα τι να πω;». Ο εργάτης κρέμασε ένα έργο ανάμεσα σε δύο παράθυρα, ο ζωγράφος τον πλησίασε και του είπε κάτι ­ ήταν μακριά και δεν άκουσα. «Ελέγχει κάθε λεπτομέρεια» μου ψιθύρισε η κυρία Πέγκυ. «Καλό είναι εκεί αυτό» είπε ο Μόραλης. «Λοιπόν» είπε η κυρία Πέγκυ. «Ας καθήσουμε να πιούμε έναν καφέ». Θαυμάσια πρόταση. Την ευχαριστώ.


Καθήσαμε. «Θα σου πω κάτι που θα σε πειράξει» είπε ο Μόραλης στην κυρία Πέγκυ. «Με την κόρη σου συνεργάζομαι καλύτερα!». Η κυρία Πέγκυ γέλασε, όλοι γελάσαμε και ο Μόραλης την καθησύχασε. «Σε πειράζω» της είπε. «Με πειράζει συχνά» μου είπε η κυρία Πέγκυ. «Ξέρεις από πότε γνωριζόμαστε; Πολλά χρόνια». «Από εκείνο το μαγαζί στην Αγίας Ζώνης!» είπε ο Μόραλης. «Με τους σβίγκους! Είχαμε βγει και φάγαμε σβίγκους». «Ναι» είπε η κυρία Πέγκυ. «Τότε τα είχα ακόμη με τον άντρα μου και μια φορά μου είπε ότι θα βγούμε με τον Γιάννη και τον Νίκο (σ.σ.: τον ζωγράφο Νίκο Νικολάου). Ηταν πολύ φίλοι ο Νίκος με τον Μόραλη. Είχαν πει ότι όποιος από τους δύο πάρει την υποτροφία για το Παρίσι θα τη μοιραστεί με τον άλλο. Και μετά την πήρε ο Γιάννης». Ρώτησα τον Μόραλη αν όντως τη μοιράστηκε. «Βέβαια» είπε. «Αυτή ήταν η συμφωνία. Είχαμε δώσει τα χέρια. Βέβαια τότε οι υποτροφίες δεν ήταν όπως είναι τώρα. Ούτε ΙΚΥ υπήρχε ούτε τίποτε. Δίναμε διαγωνισμό κι εμείς ήμασταν είκοσι χρονών και ήταν μέσα τριαντάρηδες, όλοι μαζί στριμωγμένοι. Και εγώ έβαζα πάντοτε όταν ξεκινούσα δύο γραμμές, κάθετη και οριζόντια, έναν σταυρό. Και μου λέει ένας Κύπριος από πίσω: «Βρε Μόραλη, σταυροκοπιέσαι τώρα, για να καταλάβω;»». Και γελάει με ένα γέλιο τρανταχτό που αντηχεί στην άδεια γκαλερί.


Είναι γοητευτικό να ακούς τον Μόραλη να διηγείται για τότε που ξεκινούσε. Τον ρώτησα για τα χρόνια που ήταν ο ίδιος φοιτητής. «Πρώτα είχα τον Παρθένη» μου είπε. «Αλλά δεν άντεξα πολύ. Δύο μήνες. Εγώ τότε ζωγράφιζα εντελώς διαφορετικά. Ο αγαπημένος του ήταν ο Νικολάου. Εγώ, ας πούμε, δούλευα με στρογγυλά πινέλα, άσπρο δεν έβαζα, έβαζα jaune de Naples. Αλλά αυτός που ήταν πραγματικός δάσκαλος, όχι μόνο σαν χαράκτης, μας μάθαινε και για τη ζωγραφική, αυτός που ήταν δάσκαλός μου, φίλος μου, τα πάντα, ήταν ο Κεφαλληνός. Ο,τι ήθελα, προβλήματα με κοπέλες, ας πούμε, πήγαινα σ’ αυτόν. Ητανε κάποτε μια κοπέλα κι εγώ την ήθελα και παντρευότανε. Και βγάζει ο Κεφαλληνός το πορτοφόλι του και μου δίνει ένα πεντακοσάρικο και μου λέει: «Κλέφ’ τηνα!»». «Και την κλέψατε;» ρώτησα. «Αυτή τη δουλειά θα κάνω, θα κλέβω κοπέλες;» απάντησε γελώντας.


«Τα έργα του κ. Μόραλη έχουν πολύ έντονο το ερωτικό στοιχείο» είπε η κυρία Πέγκυ. «Αλλο αυτό» είπε ο Μόραλης. «Αλλά αυτά έχουν μεγάλη σχέση με αυτά που κάνω τώρα». Η κυρία Δάφνη Ζουμπουλάκη μάς έφερε ένα βιβλίο και ο Μόραλης το ξεφύλλισε και σταμάτησε σε μια σελίδα. «Αυτό» είπε. Ενα καθιστό γυμνό με την πλάτη προς τα έξω και το κεφάλι λίγο στραμμένο στο πλάι. «Αν κρύψει κανείς λίγο το κεφάλι που είναι κάπως ρεαλιστικό» ­ έκρυψε το κεφάλι με το χέρι του ­ «η πλάτη είναι τα ίδια σχήματα με τώρα». Δείχνει τον πίνακα στον διπλανό μας τοίχο. «Τα σχήματα είναι τα ίδια» επαναλαμβάνει. «Και αυτό το έργο είναι του ’34».


Ρώτησα τον Μόραλη αν περνάει τώρα πια καθόλου από τη Σχολή Καλών Τεχνών. «Οχι πια» απάντησε. «Τριάντα πέντε χρόνια ήμουν εκεί». «Πηγαίνει όμως» είπε η κυρία Πέγκυ «στις εκθέσεις όλων των μαθητών του». «Τώρα πια όμως» είπε ο Μόραλης « δεν πάω στα εγκαίνια. Πάω άλλη μέρα, ένα πρωί. Παλιότερα είχε γίνει αστείο. Ρώταγε ένας μετά την έκθεση: «Είχες κόσμο; Δεν μιλάμε για τον Μόραλη, άλλο κόσμο είχες;»». Το τρανταχτό γέλιο πάλι. «Βέβαια τώρα στη Σχολή έχουν ωραίους χώρους, εκεί στο Εργοστάσιο. Εμείς στριμωχνόμασταν σε κάτι δωματιάκια τόσα δα. Είχαμε νοικιάσει και κάποιους χώρους εκεί στην οδό Αριστοτέλους. Χρειαζόταν να πηγαίνεις από ‘δώ, από ‘κεί… Πάντως για να πούμε την αλήθεια, όπως λένε και παλιοί μαθητές, η ατμόσφαιρα εκείνη που είχαμε στη Σχολή δεν υπάρχει πια. Ηταν ένα μεγάλο καφενείο τότε, εκεί απέναντι από τη Σχολή, και το λέγαμε το Αντι-Μετσόβιον. Και μαζευόντουσαν ζωγράφοι, γλύπτες, χαράκτες, αρχιτέκτονες, μηχανικοί…». Με κοίταξε μια στιγμή. «Είδατε τι φλύαρος που είμαι;» είπε.


«Μιλάει, μη νομίζετε» είπε η κυρία Πέγκυ. «Συνεντεύξεις δεν δίνει». «Θα σας πω γιατί δεν μου αρέσει η συνέντευξη» είπε ο Μόραλης. «Ξεκάθαρα. Εγώ ζωγράφος είμαι. Οταν πω κάτι για ένα έργο και μετά το δω γραμμένο, λέω: «Δεν είναι αυτό». Κι εγώ που το είπα λέω: «Ετσι το είπα;». Μπορεί και να το είπα έτσι αλλά, καταλαβαίνετε, έτσι περιορίζεσαι. Αμέσως μπαίνει ένας φραγμός στη σκέψη σου. Αν θέλετε να λέμε ανέκδοτα, μετά χαράς, όσα θέλετε!». «Με τους μαθητές σου όμως δεν ήσουν έτσι» είπε η κυρία Πέγκυ. «Αλλο αυτό» απαντά ο Μόραλης. «Τους έλεγα πάντοτε ότι αυτό που φιλοδοξώ είναι να μάθετε να διαβάζετε μόνοι σας το έργο σας. Αλλά από εκεί και πέρα τα πράγματα είναι απλά. Α Β C είναι». Πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα άραγε από τότε; «Ξέρετε» είπε ο Μόραλης, «εμένα δεν μου αρέσει αυτό που λένε καμιά φορά: «Αχ, τότε ήταν αλλιώς!». Εκείνη η εποχή ήταν άλλη. Και τώρα είναι άλλη».


Πώς νιώθει ο Γιάννης Μόραλης για όσους προσπαθούν να τον μιμηθούν; «Ξέρετε, προσπαθούν…» είπε η κυρία Πέγκυ. «Ξέρετε πόσα κυκλοφορούν στην αγορά;». «Οπως αντιγράφουν τον φίλο μου τον Τσαρούχη» είπε ο Μόραλης. «Επειδή αυτός είχε μια αδεξιότητα, εκεί τα τελευταία χρόνια, νομίζουν ότι επειδή και τα δικά τους είναι αδέξια είναι το ίδιο». «Και βλέπουν έναν Μόραλη» συνέχισε η κυρία Πέγκυ «και νομίζουν ότι είναι εύκολο». «Δεν θέλω να το πω εγώ που τα φτιάχνω» είπε ο Μόραλης «αλλά δεν είναι και τόσο εύκολο. Ο Σεζάν είχε πει ένα ωραίο. Είχαν εμφανιστεί διάφοροι μιμητές, αντέγραφαν ως και τη μανιέρα του, και αυτός είπε: «Τη μικρή μου ευαισθησία όμως δεν μπορούν να την αντιγράψουν»».


Σηκωθήκαμε όλοι γιατί η ώρα περνούσε. Υπήρχε δουλειά να γίνει, οι πίνακες ήταν ακόμη ξεκρέμαστοι και εγώ έπρεπε να πάω στο γραφείο. Δεν είχα χορτάσει. Ευχαρίστησα την κυρία Ζουμπουλάκη για τη φιλοξενία της. Τον Γιάννη Μόραλη πώς να τον ευχαριστήσω; Προσπάθησα να του πω πόσο πολύ αγαπώ τη ζωγραφική. Με κοίταξε σαν να του έλεγα τα αυτονόητα. «Είναι μια γλώσσα» είπε. «Αλλοι την καταλαβαίνουν και άλλοι όχι. Εγώ, ας πούμε, αγαπώ πολύ τη μουσική…». Εδώ ξεκινά μια άλλη κουβέντα.


Εκθεση ζωγραφικής του Γιάννη Μόραλη στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, πλ. Κολωνακίου 20, τηλ. 010 3608.278. Χαρακτικά και εκδόσεις στην Γκαλερί Ζουμπουλάκη, Κριεζώτου 7, τηλ. 010 3634.454. Ως τις 30 Μαρτίου.