«Μιλούσαμε, γελούσαμε και γράφαμε και κανένα τραγούδι…»





Εβδομήντα χρόνια από τη γέννησή του και είκοσι πέντε από τον θάνατό του, ο Μάνος Λοΐζος τιμάται στις 13 (προσετέθη ακόμη μία ημέρα εφόσον τα εισιτήρια των δύο ημερών εξαντλήθηκαν), 14 και 15 Ιουνίου στο Ηρώδειο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Η Χάρις Αλεξίου με τον Νίκο Πορτοκάλογλου και το συγκρότημα Τρίφωνο θα ερμηνεύσουν τραγούδια του αξέχαστου Μάνου σε στίχους κυρίως των Λευτέρη Παπαδόπουλου, Μανώλη Ρασούλη, Δημήτρη Χριστοδούλου, Κωστούλας Μητροπούλου και Φώντα Λάδη. Τραγούδια τρυφερά και ερωτικά, τραγούδια πολιτικά, τραγούδια λαϊκά, τραγούδια που βρίσκονται ακόμη στα χείλη της νεότερης γενιάς. Ισως γιατί τα τραγούδια του παραμένουν σημερινά ή ίσως επειδή τα νέα παιδιά τα έμαθαν από τους γονείς τους, όπως σημειώνει εύστοχα ο Λ. Παπαδόπουλος.


Τελικά για να γράψεις ένα τραγούδι, για να το «ντύσεις» με τη μουσική σου, τα πράγματα μπορεί να είναι πιο εύκολα από όσο νομίζουμε. Ενδεχομένως μια καλή παρέα, κουβέντες του «αέρα» και κάποιες παρτίδες τάβλι να αποτελούν την αναγκαία και ικανή συνθήκη για να πάρουν όλα τον δρόμο τους. Από την άλλη, όμως, δεν φθάνει μόνο αυτό. Χρειάζεται να υπάρχει και το ταλέντο. Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60 ο Μάνος Λοΐζος αποφασίζει να συστηθεί κάποιο βράδυ σε μια μπουάτ της Πλάκας στον Λ. Παπαδόπουλο για να του ζητήσει κάποιο τραγούδι. Ο στιχουργός και δημοσιογράφος του ζητεί να περάσει την επομένη από το γραφείο του στα «Νέα» και του δίνει τους στίχους του τραγουδιού «Αυτό το αγόρι». Ο Μάνος Λοΐζος επιστρέφει στο σπίτι του, το μελοποιεί και παίρνει τον Λευτέρη Παπαδόπουλο στο τηλέφωνο, όπου του το παίζει στο πιάνο. Ενα απλό «οκέι» από τη μεριά του στιχουργού ήταν αρκετό ώστε να αρχίσει όχι μόνο μια σημαντική συνεργασία αλλά και μια προσωπική σχέση ζωής που είχε πολύ τάβλι, κουμπαριές (ο Λευτέρης Παπαδόπουλος έχει βαφτίσει την κόρη του Μάνου και τον έχει παντρέψει με τη δεύτερη γυναίκα του), αγάπη και αλληλοεκτίμηση.


Ο Λ. Παπαδόπουλος μιλώντας στο «Βήμα» με αφορμή το αφιέρωμα στον Μάνο Λοΐζο «Ολα σε θυμίζουν» γυρίζει τον χρόνο πίσω και θυμάται εικόνες και στιγμές που έζησε μαζί με τον Μάνο Λοΐζο. Ηταν άλλωστε εκείνος που τον πήρε από χέρι και τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία Odeon. Μαζί έκαναν τον πρώτο μεγάλο δίσκο του Μάνου Λοΐζου, τον «Σταθμό», άλμπουμ που συνέπεσε μάλιστα με τη μετονομασία της παραπάνω εταιρείας σε Minos.


«Με τον Μάνο» σημειώνει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος «γίναμε στενοί φίλοι. Ηταν καλός άνθρωπος με χιούμορ, ερωτικός, αν και λίγο τεμπελάκος. Θα μπορούσε να είχε γράψει περισσότερα πράγματα. Προτιμούσε όμως να είναι με μια παρέα, να πιει ένα κρασί, να πάει μια εκδρομή παρά να πάει να γράψει. Σιγά σιγά όμως μπήκε μέσα στη δουλειά και στις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτήν και άρχισε να κινείται πιο δραστήρια. Γενικώς δεν ήταν πολύ παραγωγικός. Ηταν μάλιστα πολύ ψείρας». Από τις πρώτες κιόλας στιγμές που γνωρίστηκαν έγιναν αχώριστοι. «Για να γράφει μαζί μου έκανε δύο μετακομίσεις. Οπου πήγαινα εγώ ερχόταν και αυτός. Παλιά έμενε στον Αγιο Μελέτιο, στα Σεπόλια. Εφυγε και μετακόμισε στην οδό Ροστοβίου. Δέκα λεπτά από το δικό μου σπίτι. Στη συνέχεια ήρθε ακόμη πιο κοντά. Εκατό μέτρα μάς χώριζαν. Κάθε πρωί ερχόταν σπίτι μου, μιλούσαμε, γελούσαμε και γράφαμε και κανένα τραγούδι. Μέσα από τη φιλία έγιναν όλα όσα έγιναν».



Μια φιλία που έδωσε το θάρρος κάποια στιγμή στον Μάνο Λοΐζο, όταν δεν είχε να πληρώσει το νοίκι του, να στραφεί στον φίλο και κουμπάρο του Λευτέρη Παπαδόπουλο: «Συνήθως τα πρωινά παίζαμε τάβλι και συζητούσαμε για το τραγούδι. Εκείνο το πρωί λοιπόν έρχεται με μεγάλη ανησυχία και μου λέει ότι δεν έχει φράγκο, δεν έχει να πληρώσει το νοίκι και τον κυνηγά ο σπιτονοικοκύρης του. Και πρέπει απαραιτήτως να γράψουμε αμέσως ένα τραγούδι για να πάρει τρία χιλιάρικα. Επρεπε όμως να το κάνουμε αμέσως. Ηταν και η γυναίκα του μαζί. Αρχίσαμε λοιπόν. Κάθησε στο πιάνο και του είπα να κάνουμε ένα ζεϊμπεκάκι. Συμφωνεί και λέω τον πρώτο στίχο: «Σου ‘παν πως ήμουν μπελαλής», άρχιζε να παίζει στο πιάνο και σε μισή ώρα ήταν έτοιμο. Το τραγούδι αυτό που γράφτηκε κάτω από αυτές τις συνθήκες μπήκε και στην ταινία «Ο Εξορκιστής». Μία από τις ηθοποιούς του φιλμ σε μια σκηνή βάζει το ραδιόφωνο να πιάσει Ελλάδα και ακούγεται το «Παραμυθάκι μου» (σ.σ.: αυτός είναι ο τίτλος του κομματιού). Με τρία χιλιάρικα έφθασε σε όλον τον κόσμο».


Το «Παραμυθάκι μου» μπορεί να γράφτηκε σε μισή ώρα αλλά λίγο παραπάνω ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε χαρακτηρίσει τον Μάνο Λοΐζο… ψείρα. Συνέβαινε αυτό, σημειώνει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, επειδή «ο Μάνος έψαχνε να βρει το κλειδί του κάθε κομματιού. Το έγραφε, το άκουγε και το ξανάκουγε, ρωτούσε τους μουσικούς του, έβαζε όργανα, έβγαζε όργανα κ.ο.κ. Ανάμεσα στα άλλα του είχα δώσει και τη «Γοργόνα» που την παίδευε πολύ καιρό. Του λέω λοιπόν μια μέρα: «Ρε Μάνο, αυτό το τραγούδι πρέπει να το σκεφτείς σαν το παραδοσιακό «μάρε γιε, μάρε γιε, μάρε γιε μου κανακάρη…». Και ξαφνικά ήρθε μέσα στην ψυχή του, στο μυαλό του μια φλασιά και πάει στο πιάνο και εμπνεόμενος από το «μάρε γιε» έγραψε τη «Γοργόνα». Τελικά του έδωσα εγώ το κλειδί».


Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν έδωσε μόνο το «κλειδί» για τη «Γοργόνα» αλλά και 85 τραγούδια στον Μάνο Λοΐζο, όπως επισημαίνει ο ίδιος. «Ο Μάνος είχε μια εκπληκτική ικανότητα στις μελωδίες. Ηταν μελωδός, είχε τη μελωδία στο αίμα του. Μου έλεγε χαρακτηριστικά ότι μπορούσε να μελοποιήσει τον τηλεφωνικό κατάλογο. Και πραγματικά αυτό δεν απείχε πολύ από την πραγματικότητα. Τα τραγούδια ήταν φτιασμένα για να τραγουδηθούν». Για αυτό σημειώνει ότι «η φευγάλα του Μάνου στην ηλικία των 45 ετών, ενός ανθρώπου που αν ζούσε θα έδινε πολλά ακόμη, έχει κάνει τον κόσμο να αισθάνεται μια μεγάλη τρυφερότητα και αγάπη απέναντί του».


Στο τέλος της συνομιλίας μας ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν αποκάλυψε ποιος έπαιζε το καλύτερο τάβλι. Αυτό που αποκάλυψε όμως είναι ότι ο Μάνος Λοΐζος έπαιζε ακόμη περισσότερο τάβλι με τον ποιητή Νίκο Καρούζο. «Και μάλιστα έπαιζαν τάβλι υπό την υπόκρουση του «Αχ, χελιδόνι μου». Και κάθε τόσο, όταν τελείωνε το τραγούδι, σηκωνόταν, το ξανάβαζε από την αρχή επειδή άρεσε του Νίκου Καρούζου».


Ηρώδειο, πληροφορίες στο τηλ. 210 3272.000. Ωρα έναρξης: 21.00. Τα εισιτήρια κοστίζουν 80, 60, 40, 30, 20 ευρώ.