Έχει περάσει μισός αιώνας από τη φοιτητική εξέγερση του Πολυτεχνείου που αποτέλεσε την κορύφωση της αντίστασης εναντίον του απριλιανού καθεστώτος. Λίγους μήνες αργότερα ακολούθησαν το χουντικό πραξικόπημα στην Κύπρο, η τουρκική εισβολή και η αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα ύστερα από επτά χρόνια δικτατορίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν και μέχρι σήμερα, το Πολυτεχνείο αναδείχτηκε στον πλέον κομβικό τόπο μνήμης της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας με χαρακτήρα ταυτόχρονα κινηματικό (πορεία), θεσμικό (κατάθεση στεφάνων) και εκπαιδευτικό (σχολική γιορτή).

Ταυτόχρονα, δημοσιεύτηκαν μαρτυρίες και ιστορικές καταγραφές, κυρίως από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές των γεγονότων, ενώ η εξέγερση ενέπνευσε την τέχνη και τη λογοτεχνία. Ντοκιμαντέρ, κινηματογραφικές ταινίες, τηλεοπτικά σίριαλ και τραγούδια αποτύπωσαν όχι μόνο τα ίδια τα γεγονότα αλλά και τη λεγόμενη γενιά του Πολυτεχνείου. Κυρίως, όμως, το Πολυτεχνείο επηρέασε το φοιτητικό κίνημα της Μεταπολίτευσης και τις ποικίλες πολιτικές ταυτότητες της ελληνικής κοινωνίας.

Πρότυπο για την Αριστερά αλλά αντικείμενο αμφισβήτησης για τη Δεξιά, η φοιτητική εξέγερση του Νοεμβρίου 1973 υπήρξε πεδίο μάχης και πολιτικών διχασμών άλλοτε ήπιων και άλλοτε σφοδρών επί πενήντα χρόνια. Το Πολυτεχνείο εξακολουθεί να είναι ένα ζωντανό παρελθόν και γι’ αυτό αμφισβητούμενο και συγκρουσιακό. Πολλά ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά σχετικά με τις μέρες εκείνες και με τη σύνδεση των γεγονότων που οδήγησαν στην πτώση της χούντας.

«Το Βήμα» δημοσιεύει τέσσερα κείμενα επιστημόνων που ερευνούν τα παραπάνω πεδία και μίλησαν για όλα αυτά σε μεγάλο επιστημονικό συνέδριο που οργάνωσε τις προηγούμενες ημέρες το Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών  με τίτλο «Το Πολυτεχνείο ως δημόσια Ιστορία: οι αποτυπώσεις, οι αναγνώσεις, οι αναπαραστάσεις (1974-2023)».

Πραγματεύονται διαφορετικές όψεις των τρόπων με τους οποίους μπορούμε να μελετήσουμε και επομένως να κατανοήσουμε μια εξέγερση που έχει προσλάβει περισσότερο μυθολογικά χαρακτηριστικά και πολύ λιγότερο έχει αποτελέσει αντικείμενο σοβαρής ιστορικής ανάλυσης.

«Παιχνίδια μνήμης»

Η εξέγερση της 17ης Νοεμβρίου 1973 μπορεί να αναλυθεί αφενός ως μέρος μιας μεγάλης ιστορικής διάρκειας, της οποίας ως αφετηρία εκλαμβάνεται η Κατοχή και η Αντίσταση και ως σταθμοί της ο Εμφύλιος και η Απριλιανή Δικτατορία. Η προσέγγιση αυτή δίνει έμφαση στον βαθύ μεταπολεμικό διχασμό της ελληνικής κοινωνίας και σε φαινόμενα όπως η διαμόρφωση μιας διακριτής συλλογικής ταυτότητας, εκείνης των φοιτητών.

Αφετέρου, η εξέγερση μπορεί να αναλυθεί στη βραχεία ιστορική διάρκεια ως επεισόδιο της Δικτατορίας και μέρος της πορείας προς την πτώση της. Στην περίπτωση αυτή, το βασικό ερώτημα είναι αν το Πολυτεχνείο υπήρξε καταλύτης για την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος ή, αντίθετα, συνέβαλε στην επιβολή μιας σκληρότερης χουντικής διακυβέρνησης που κατέληξε στο πραξικόπημα στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή.

Από την άλλη πλευρά, η εξέγερση του Πολυτεχνείου μπορεί να προσεγγιστεί μέσα από το πρίσμα της δημόσιας ιστορίας και των σπουδών μνήμης και να διερευνήσουμε γιατί αποτέλεσε στοιχείο της πολιτικής ταυτότητας της μεταπολεμικής Αριστεράς και εμβληματικό «τόπο μνήμης» της σύγχρονης Ελλάδας. Η σύνδεση του Πολυτεχνείου με πολιτικές ταυτότητες και τη συλλογική μνήμη το κατέστησε εξαρχής θέμα συγκρουσιακό και επίμαχο, με αποτέλεσμα επί 50 χρόνια να διεξάγονται γύρω από το γεγονός σφοδροί «πόλεμοι μνήμης».

Αμέσως μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, όλες τις επόμενες χρονιές, αναπαραγόταν ακριβώς μέσα από τον ετήσιο εορτασμό της 17ης Νοεμβρίου, με την πορεία και τη σχολική γιορτή, ο πολιτικός διχασμός όχι της δικτατορίας αλλά πολύ πιο πίσω, του Εμφυλίου. Η δημόσια ιστορία αποκαλύπτει τις δύο αντιθετικές όψεις της μνήμης της εξέγερσης. Αφενός, την αντίσταση εναντίον της δικτατορίας και την υπεράσπιση της δημοκρατίας, στην παράδοση μιας αριστερής πολιτικής κουλτούρας.

Αφετέρου, εκείνη τη σιωπηλή μάζα των υπερασπιστών της χούντας ή ακόμα απλώς εκείνων που αποστρέφονταν την αριστερή κληρονομιά, οι οποίοι σταδιακά αποκαλύπτονται μέσα από τις αντιδράσεις για την ετήσια πορεία και τη σχολική γιορτή, άλλοτε απροκάλυπτα επιθετικές και άλλοτε συγκαλυμμένες ως απόρριψη της κομματικοποίησης. Είναι ο χώρος της δημόσιας ιστορίας και όχι της ακαδημαϊκής ιστορίας που προβάλλει τους φοιτητές ως «ήρωες» και τις πράξεις τους ως «θυσία». Ή αντίστοιχα, αρνείται την ύπαρξη νεκρών, αναζητεί ξένους συνωμότες και μιλάει για «παραμύθι».

Για τους πρωταγωνιστές των γεγονότων, που έχουν περάσει πλέον τα 70, σήμερα είναι η στιγμή της νοσταλγίας για μια εμπειρία ενηλικίωσης, μια εμπειρία που οι περισσότεροι εξακολουθούν να θεωρούν ως τη σημαντικότερη όλης τους της ζωής. Για εκείνους που στάθηκαν εχθρικοί ή απλώς αδιάφοροι, οι εξεγερμένοι φοιτητές παρέμεναν «αθώοι» η «παραπλανημένοι». Παραδόξως, ανεξαρτήτως της πολιτικής στάσης απέναντι στην ίδια την εξέγερση, οι ίδιοι οι νέοι διασώζονται. Αλλωστε η εξιδανίκευση της νεολαίας και της νεότητας μας συνοδεύει πάνω από αιώνα.

Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας, πρύτανης Παντείου Πανεπιστημίου

Πολυτεχνείο και ταυτότητα

Tο Πολυτεχνείο διαφέρει από τις δύο εθνικές επετείους, την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου, διότι ο εχθρός δεν είναι εθνικός, αλλά πολιτικός. Το Πολυτεχνείο δεν υμνεί το έθνος, αλλά τη δημοκρατία. Από αυτή την πλευρά θυμίζει κάπως την ξεχασμένη σήμερα 3η Σεπτέμβρη του 1843, την εξέγερση για το Σύνταγμα, η οποία είχε καθιερωθεί τον 19ο αιώνα ως εθνική επέτειος παρά τη θέληση του Όθωνα.

Όπως εκείνη, το Πολυτεχνείο μεταφέρει τη διαχωριστική γραμμή στο εσωτερικό του έθνους και ως επακόλουθο η συλλογική μνήμη είναι εγγενώς πληθυντική, είναι μνήμες εν πολλοίς διαιρεμένες και διαιρετικές. Αλλιώς θυμούνται το Πολυτεχνείο οι ποικίλες εκφάνσεις της Δεξιάς, αλλιώς οι πολλαπλές εκδοχές της Αριστεράς. Για την άκρα Δεξιά είναι η μεγάλη πλάνη πάνω στην οποία στήθηκε μια κοινοβουλευτική δημοκρατία δέσμια της αριστερής κουλτούρας.

Για τη φιλελεύθερη Δεξιά ένας τόπος μνήμης του αγώνα για τη δημοκρατία, άξιος τιμής, αλλά επίφοβος ενόσω αξιοποιείται από την Αριστερά. Για τον κόσμο της Αριστεράς το Πολυτεχνείο είναι συνώνυμο της αντίστασης, μετωνυμία της εξέγερσης, υπόμνηση μιας ιδανικής συλλογικής ταυτότητας. Το Πολυτεχνείο είναι μια υβριδική επέτειος: κινηματική ως πορεία, θεσμική ως σχολική γιορτή.

Η πορεία, το κινηματικό αντίστοιχο της παρέλασης, λειτουργεί σαν μνημονική τελετουργία, ένας φόρος τιμής στους εξεγερμένους φοιτητές, μα ταυτόχρονα σαν πολιτική δράση, ένα εργαστήρι ανανέωσης και προβολής κοινωνικών διεκδικήσεων.

Ξεκίνησε το 1974 παρά τις κυβερνητικές αποθαρρύνσεις και κρυσταλλώθηκε στα επόμενα χρόνια παρά τις κυβερνητικές απαγορεύσεις. Σήμερα, όσο γνωρίζω, δεν υπάρχει μνημονική τελετουργία που αντέχει μισό αιώνα δίχως κρατική υποστήριξη. Από αυτή την άποψη η πορεία του Πολυτεχνείου είναι μοναδική. Αλλά και η σχολική γιορτή προτού καθιερωθεί επισήμως το 1981, επιβλήθηκε «από τα κάτω», από τις επίμονες πρωτοβουλίες μαθητών που αξιοποιούσαν την αμηχανία της κυβέρνησης και την ανοχή των καθηγητών.

Είναι αρκετές οι φωνές που τα τελευταία χρόνια δυσθυμούν με την πορεία και ζητούν την κατάργηση της σχολικής γιορτής. Κάποιοι διότι τη θεωρούν προπαγάνδα της Αριστεράς, άλλοι διότι τη βρίσκουν αποστεωμένη και αφυδατωμένη από τα επαναστατικά της νοήματα. Σήμερα πάντως οι νέοι μαθαίνουν για το Πολυτεχνείο επειδή έχει τη δική του σταθερή ημέρα μέσα στο σχολικό έτος. Και όπως συμβαίνει με όλες τις σχολικές τελετουργίες, η γιορτή του Πολυτεχνείου αφήνει βαθύ αποτύπωμα στη μνήμη των μετέπειτα ενηλίκων.

Το είδαμε συχνά στη μεταπολιτευτική μας ιστορία: στις καταλήψεις των πανεπιστημίων το 1978-79, για παράδειγμα, ή στις μαθητικές κινητοποιήσεις του 1990-91 διακρίνουμε ρητορικά σχήματα και ρεπερτόρια δράσης που αντλούν από το Πολυτεχνείο και τις μνημονικές του αντηχήσεις. Ισως, μάλιστα, η πορεία, θα είχε εγκαταλειφθεί από τις νεότερες γενιές εάν δεν υπήρχε η σχολική γιορτή, η οποία αναπαράγει τις συναισθηματικές προδιαθέσεις πάνω στις οποίες ακουμπάνε και ενδυναμώνονται οι μετέπειτα στάσεις και πρακτικές.

Το θέλουμε αυτό; Ναι, εάν δεν μας φοβίζουν οι νεανικές εξεγέρσεις που διεκδικούν μια κοινωνία με ελευθερία, ισότητα και δικαιοσύνη. Το χρειάζεται η σημερινή ελληνική κοινωνία; Ναι, εάν θέλουμε η εθνική μας ταυτότητα να δεθεί άρρηκτα με τη δημοκρατία.

Ο κ. Χάρης Αθανασιάδης είναι καθηγητής Δημόσιας Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Οι «αφηγήσεις» της Άκρας Δεξιάς

Στον πρόλογο του βιβλίου «Όλη η νύχτα εδώ – Μια προφορική ιστορία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου», ο Ιάσονας Χανδρινός, που το επιμελείται, παρατηρεί πως είναι λανθασμένη η αντίληψη ότι γνωρίζουμε τα πάντα γύρω από την εξέγερση του Πολυτεχνείου.

Σε εκείνα που δεν γνωρίζουμε ανήκει το ότι δεν έχουμε συνθέσει όλες τις ψηφίδες της ακροδεξιάς αφήγησης για το Πολυτεχνείο. Παρότι θεωρείται ότι στον χώρο της Ακρας Δεξιάς,που περιλαμβάνει από τους οπαδούς της «Εθνικής Επαναστάσεως» μέχρι τους δεξιούς εθνικολαϊκιστές και εξτρεμιστές, επικρατεί μια κοινή αφήγηση για το Πολυτεχνείο, τα ιστορικά τεκμήρια αποτυπώνουν δύο αφηγήσεις.

Κατ’ αρχάς για τις αυτοπροσδιοριζόμενες δυνάμεις του «ελληνικού εθνικισμού», το Πολυτεχνείο αποτελεί «ένα παραμύθι», περιγράφεται σαν «ψεύδος», «απάτη» και «διαστρέβλωση της Ιστορίας». Το ότι επρόκειτο για ένα «αναίμακτο συμβάν» είναι ένα απαραίτητο συμπλήρωμα αυτής της αφήγησης. Συνοδευτικό στοιχείο της είναι ότι ήταν ένα κίνημα «ξενόφερτο», για το οποίο η ακροδεξιά saga επιμένει ότι επρόκειτο για μια «συνωμοσία» Αμερικανών και Εβραίων που υπονόμευσε την ανεξαρτησία της χώρας. Στο εσωτερικό των οπαδών της «Εθνικής Επαναστάσεως» εντοπίζεται και μια δεύτερη αφήγηση για το Πολυτεχνείο.

Από ένα τμήμα τής φίλα προσκείμενης στο καθεστώς των συνταγματαρχών νεολαίας η εξέγερση του Πολυτεχνείου θεωρήθηκε αποτέλεσμα της αποτυχίας του καθεστώτος της 21ης Απριλίου που «πήρε τα ηνία» της εξουσίας, αλλά δεν έκανε «Επανάσταση», με αποτέλεσμα η νεολαία να χειραγωγηθεί από τους παλαιοπολιτικούς και τους κομμουνιστές. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου, επέτεινε την πολεμική τους εναντίον της φιλελεύθερης δημοκρατίας και ανανέωσε τις προσδοκίες τους για μια «Επανάσταση» που σημαιοφόρο της θα έχει τη νεολαία και τις «υγιείς» δυνάμεις του έθνους.

Το Πολυτεχνείο του 1973 έθεσε σε λειτουργία μια διπλή δυναμική μεταξύ των ματαιωμένων φιλοχουντικών δυνάμεων στη νεολαία: αφενός δυνάμωσε την κριτική τους εναντίον των συνταγματαρχών στιγματίζοντας το εγχείρημα «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος και αφετέρου έθεσε σε λειτουργία διεργασίες κινητοποίησης και οργάνωσης στον χώρο της εθνικιστικής νεολαίας.

Η προοπτική της κατάρρευσης του καθεστώτος της 21ης Απριλίου και η επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό συνιστούσαν αναμφίβολα μια ανεπιθύμητη και τραυματική πολιτική μεταβολή για τους υποστηρικτές και συνοδοιπόρους της χούντας· ήταν όμως εκ των πραγμάτων και αφετηρία για κινητοποίηση του χώρου».

Σε εκείνο το momentum του τέλους της δικτατορίας δρομολογήθηκαν διεργασίες και αναδείχθηκαν νέα πρόσωπα και συσπειρώσεις που απελευθέρωσαν δυναμικές στον χώρο της Ακρας Δεξιάς κατά την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης. Μπορεί η δυναμική τους να ήταν περιορισμένη, όμως άφησαν ένα αποτύπωμα και δημιούργησαν ένα πλαίσιο για τη διαμόρφωση της Ακρας Δεξιάς στην Ελλάδα στην επόμενη φάση της Μεταπολίτευσης.

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ)

Εξέγερση και μυθοπλασία

Σε πολύ λίγες ταινίες συνάντησα αναφορές στο Πολυτεχνείο, ένα τόσο σημαντικό γεγονός που καθόρισε τη φυσιογνωμία και την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνίας. Μεγάλες αναφορές γίνονται στις ταινίες «Ένα τανκς στο κρεβάτι μου» του Γιάννη Δαλιανίδη και «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας» του Ντίνου Κατσουρίδη και του Πάνου Γλυκοφρύδη, ενώ μικρότερες στις ταινίες «Ο τρομοκράτης» του Γιάννη Δαλιανίδη, «Ένα γελαστό απόγευμα» του Ανδρέα Θωμόπουλου, «Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο» και «Τα χρόνια της θύελλας» του Νίκου Τζήμα.

Ο περιορισμένος αριθμός των ταινιών οφείλεται στο γεγονός ότι σε συνθήκες πρωτόγνωρης ελευθερίας οι σκηνοθέτες κυρίως του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν στην ευρύτερη Αριστερά, ένιωθαν την ανάγκη να προβάλουν την αφήγηση της Αριστεράς απέναντι στην αφήγηση των νικητών του Εμφυλίου που είχε επιβληθεί μέχρι τη Μεταπολίτευση και έριξαν το βάρος στην κρίσιμη δεκαετία του 1940, αφήνοντας το Πολυτεχνείο σε δεύτερη μοίρα.

Στις ταινίες «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας» και «Τα χρόνια της θύελλας» πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέγερση έχουν οι αριστεροί. Αντίθετα στην ταινία «Ενα τανκς στο κρεβάτι μου» η εξέγερση ξεπερνά τον πολιτικό διαχωρισμό Δεξιάς – Αριστεράς και ενώνει όλους τους Ελληνες. Στις ταινίες «Ενα τανκς στο κρεβάτι μου», «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας», «Ο τρομοκράτης» και «Τα χρόνια της θύελλας» ο κόσμος συμπαραστέκεται στους εξεγερμένους και γίνονται αναφορές στα θύματα της εξέγερσης. Η εξέγερση συνδέεται με τις εξελίξεις που προηγήθηκαν και τα γεγονότα που ακολούθησαν και οδήγησαν στην πτώση της χούντας.

Στην ταινία «Ενα τανκς στο κρεβάτι μου» η εξέγερση συνδέεται μόνο με τα γεγονότα από το 1965, ενώ στις ταινίες «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας», «Ο άνθρωπος με το γαρίφαλο» και ιδίως «Τα χρόνια της θύελλας» συνδέεται με τους αγώνες της Αριστεράς από τη δεκαετία του 1940, σε μια προσπάθεια δημιουργίας μιας αφήγησης για τη συνέχεια των αγώνων και των θυσιών της Αριστεράς που εκφράζεται με το γνωστό σύνθημα της πορείας του Πολυτεχνείου «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ Πολυτεχνείο!».

Η επίδραση των περισσότερων ταινιών στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης είναι σχετικά περιορισμένη, καθώς μετά τη Μεταπολίτευση ο κινηματογράφος έπαψε να είναι η κύρια μορφή λαϊκής διασκέδασης, χάνοντας οριστικά το παιχνίδι από την τηλεόραση. Οι ταινίες που έκαναν εισπρακτική επιτυχία και/ή άνοιξαν τον δημόσιο διάλογο, ιδίως οι «Ενα τανκς στο κρεβάτι μου» και «Ο Θανάσης στη χώρα της σφαλιάρας», έπαιξαν μεγαλύτερο ρόλο στη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης.

Όμως και οι υπόλοιπες συμπλήρωσαν την εικόνα που κατασκεύασε ο ελληνικός κινηματογράφος για το Πολυτεχνείο. Μερικές από τις ταινίες έχουν μια δεύτερη ζωή, καθώς προβάλλονται στην τηλεόραση και είναι ανεβασμένες στο Διαδίκτυο. Κάποιες μάλιστα έχουν επηρεάσει ανθρώπους που δεν τις έχουν δει ολόκληρες, αλλά έχουν παρακολουθήσει σκηνές στο Διαδίκτυο ή έχουν ακούσει κάποιες ατάκες που έχουν περάσει στη συλλογική μνήμη.

Ο κ. Γιώργος Ανδρίτσος είναι ιστορικός