Ζαχαρίας Στούφης, Φιλιατρό

Απόσπασμα από τη νουβέλα «Ο τάφος του διαόλου» των ΑΩ εκδόσεων

Όταν ήμουν παιδί έκανα μία παράξενη δουλειά για την οποία πληρωνόμουν πολύ καλά. Καθάριζα τις στέρνες του χωριού. Επειδή το στόμιο του φιλιατρού είναι πολύ μικρό, δηλαδή τόσο που να χωράει ένα μεγάλο κουβά, και επειδή τα φιλιατρά είναι τσιμεντένια ή πέτρινα, οπότε και πολύ βαριά για να μετακινηθούν, έπρεπε να κατέβει ένα αδύνατο παιδί για να καθαρίσει τη στέρνα. Αυτό το παιδί ήμουν εγώ και για να κατέβω σε μία στέρνα υπήρχαν δύο τρόποι. Ο ένας και ευκολότερος ήταν με την μακριά σκάλα που μαζεύαμε τις ελιές ή με την σκάλα του καμπαναριού που ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Ο άλλος τρόπος ήταν το σκοινί. Με έδεναν σα θηλιά από τις μασχάλες και ένας άντρας αναλάμβανε να με κατεβάσει.
Οι στέρνες ήταν άδειες πριν τα πρωτοβρόχια και η αίσθηση της υγρασίας επικρατούσε. Στα πρώτα λεπτά της καθόδου ήταν εντελώς σκοτάδι μα σιγά σιγά τα μάτια συνήθιζαν ώσπου έβλεπα τα πάντα πολύ καθαρά. Το πιο εντυπωσιακό μέσα στη στέρνα ήταν, όταν, κοιτώντας προς το στόμιο του φιλιατρού, μέσα στον τεράστιο μαύρο κύλινδρο που βρισκόμουν, προέκυπτε ένα μικρό -σε τετράγωνο ή σε στρογγυλό σχήμα- κομμάτι ουρανού.
Βαθειά στην γη, αυτό το κομματάκι ουρανού θυμίζει την αίσθηση που δίνει το κιάλι αν το βάλεις ανάποδα στο μάτι, που κάνει ακόμα και τα πιο κοντινά πράγματα τόσο απόμακρα και άπιαστα. Φανταζόμουν ότι κάπως έτσι θα είναι στον Άδη, σκοτάδι και υγρασία, χωρίς σκοινί ή σκάλα για να βγεις και ο ουρανός του πάνω κόσμου, ένα άπιαστο μικρό κομμάτι, ίσα ίσα να βλέπεις τις σκιές των ψυχών.
Μια ανάλογη αίσθηση μου έδινε και η καμινάδα του τζακιού στο σπίτι που κατά τους θερινούς μήνες που το τζάκι ήταν σβηστό, ξάπλωνα ανάσκελα στη θέση της θράκας και χάζευα το κατάμαυρο από την γάνα φουγάρο του. Στο τέλος ένα πολύ μικρό τετράγωνο κομμάτι ουρανού, έκανε τα μαύρα εσωτερικά στοιχεία της καμινάδας να λάμπουν το σκοτάδι τους. Αυτό το μαύρο τούνελ ήταν η πύλη από την οποία έμπαιναν οι καλικάντζαροι στο σπίτι μας την περίοδο των Χριστουγέννων. Κάπως έτσι αιτιολογούσα και το μαύρο χρώμα τους, επειδή λερωνόντουσαν από τη γάνα του φουγάρου.
Μια φορά μόνο κοίταξα ανάποδα την καμινάδα. Ήταν χειμώνας και το τζάκι ήταν αναμμένο, σκαρφάλωσα στην στέγη, σήκωσα την προστατευτική πλάκα του φουγάρου και έσκυψα μέσα. Ο ζεστός καπνός προκαλούσε ασφυξία και τρομερό τσούξιμο στα μάτια. Μόνο σε κάποια κενά της θολούρας μπόρεσα και διέκρινα τη φωτιά. Σε αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα, είδα για πρώτη φορά την βιβλική εικόνα της κόλασης.
Σε αντίθεση με την καμινάδα, αυτό ήταν κάτι που συνέβαινε πολύ συχνά με τις στέρνες. Μου άρεσε να σκύβω πάνω στα φιλιατρά και να κοιτάζω μέσα τους. Αρχικά δε βλέπεις τίποτα από πάνω μα αν επιμένεις για λίγα δευτερόλεπτα, αρχίζεις να διακρίνεις τα μαύρα τοιχία και την στάθμη του νερού. Τότε συμβαίνει κάτι μαγικό. Βλέπεις στο νερό να αντικατοπτρίζεται το στόμιο του φιλιατρού γεμάτο ουρανό και το και το περίγραμμα του κεφαλιού σου να προεξέχει. Ένα πολύ μικρό χαλίκι αν ρίξεις, αρκεί για να ταράξει την ησυχία των στάσιμων νερών και οι εκλάμψεις των αντικατοπτρισμών να γεμίσουν σπαράγματα φωτός το νερό και τα κατάμαυρα τοιχία της στέρνας.
Οι καμινάδες και οι στέρνες ήταν οι μαύρες πύλες της παιδικής μου ηλικίας που με οδηγούσαν στο Θεό και τον Άδη.

*

©Ζαχαρίας Στούφης